Ένα ταξίδι, απ’ την τουρκοκρατούμενη Κρήτη, στην ολοκαίνουργια Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα, και στη συνέχεια με το πλοίο “Λα Λορελάι” στην Αμερική και πίσω πάλι στην Αθήνα λίγο πριν τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, ενός αξιολύπητου αγοριού που μεγαλώνει μέσα στην αγριάδα, που ζει μέσα στο ψέμα, και που στο τέλος καταξιώνεται εξαιτίας μιας αδίστακτης φύσης, σε έναν κόσμο σκληρό, όλο αγριότητα. Μια περιπλάνηση σε δυο ηπείρους, για έναν άνθρωπο που έζησε τρεις ζωές, για να καταλήξει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε.
Ο παντοδύναμος μεγαλοαστός, πλέον, κύριος Οδυσσέας, το άλλοτε παιδάκι που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, από γενιά Δράκων, που άλλο δεν γνώριζε καλύτερα από τη σκληρότητα, σε μια νύχτα μόνο θυμάται όλη του την ζωή, χάνοντας το όριο του τότε και του τώρα, σε ένα επιθανάτιο παραλήρημα, όπου ο χρόνος δεν υπάρχει, η σκληρότητα πάντα κερδίζει και στο τέλος μοιάζεις με αυτό ακριβώς που δεν ήθελες. Γιατί ο δράκος έχει τα δικά σου χαρακτηριστικά. Και σου χαμογελάει μέσα απ’ τον καθρέφτη. Το ξημέρωμα θα τον βρει ζωντανό, να αναρωτιέται αν φταίει ο ίδιος για την τραχύτητά του ή τα γονίδια του, αν αγαπήθηκε ποτέ, κι ακόμη περισσότερο, αν μπορούσε, ο ίδιος, να αγαπήσει.
Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται σε μια επική εποχή για την Ελλάδα, με ήρωες να ακροβατούν μεταξύ ελπίδας και αβυσσαλέου κακού. Πίσω, σαν φόντο της Ανθρώπινης Ύπαρξης, η Ιστορία, η Εθνικότητα, ο Τόπος. Φτώχεια, ξεσηκωμοί, πόλεμοι, οράματα, εχθροί με διαφορετικά κάθε φορά, ονόματα.
Η ιστορία του Οδυσσέα βασίζεται σε κάποια πραγματικά γεγονότα, ενώ ιστορικές στιγμές καθορίζουν τις επιλογές του. Η δράση και ο χαρακτήρας του, όμως, είναι προϊόν φαντασίας ή –ποιος ξέρει;- μεταφυσικής καταληψίας.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Άρχισα να περνάω όμορφες μέρες. Μπορεί να ’τανε και οι πιο όμορφες της ζωής μου. Η Βέργω, σωστή αδελφή του ελέους, ερχότανε συνέχεια στο δωμάτιό μου. Μου διάβαζε βιβλία. Μου ’λεγε για τότε που ’χε ταξιδέψει στη Ρουσσία και είχαν οι εκκλησίες χρυσούς τρούλους και υπήρχαν χιόνια πολλά και οι άνθρωποι φορούσαν γούνες –και οι άντρες και οι γυναίκες– και οι παπάδες άσπρα. Μου ’λεγε για τον Τσάρο και το παλάτι του που είχε χρυσά ταβάνια και μαλαματένιους τοίχους. Μου ’λεγε για εδώ, για το βασιλιά Γεώργιο και το πώς έπαιζε μαζί της όταν ήταν παιδί –μιας και τώρα ήταν γυναίκα– γαργαλώντας την, και ότι την αφήνει να πηγαίνει μόνη της βόλτα στους κήπους του. Μου ’λεγε τραγούδια γαλλικά, όπως έκανε η μάνα της στην Κατερίνα. Κι εγώ έλεγα: Θεέ μου, κάνε να μείνω άρρωστος κι άλλο. Αν γίνεται και για πάντα. Μου ’φερνε νερό παγωμένο, λουλούδια, λεμονάδα για βιταμίνες, και μια μέρα μου ’φερε ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια.
Τα ’βγαλε απ’ το κουτί τους και μου τα ’δειξε. Πιάνανε ψηλά στο πόδι και γυαλίζανε. Μύριζε το δέρμα καινούριο και γέμισε η μυρωδιά όλο το δωμάτιο. Θυμήθηκα τη μάνα μου, που ξάσπριζε κιλότες όλη τη νύχτα για να μου φέρει ένα ζευγάρι παπούτσια, και αυτά μεγάλα. Θυμήθηκα τον παππού μου, γερασμένο, τσακισμένο, σαν γύρισα την πλάτη για να φύγω για πάντα απ’ το σπίτι. Άκουσα τα ουρλιαχτά του Αλέξανδρου, όταν τον αφήσαμε στους ξένους παπάδες. Γέμισε η ψυχή μου πόνο και λαχτάρα να μπορούσα να τους δω όλους, έστω και για λίγο, σαν αόρατος. Να δω τι κάνουν κι αν με θυμούνται. Κι αν μπορούσα να μιλήσω, μόνο να πω της μάνας μου πως έχω παπούτσια καινούρια, δικά μου, στο πόδι μου απάνω φτιαγμένα και τίποτ’ άλλο. Να χαρεί. Να δω και τον τάφο του δράκου, να βεβαιωθώ πως τον σκότωσα και γλίτωσαν.
«Δε σ’ αρέσουν;»
«Τι;» Με ξύπνησε η Βέργω απ’ το λήθαργο.
«Δε σ’ αρέσουν;»
«Αν μ’ αρέσουν; Ποτέ δε θα τα βάλω».
Γέλασε η Βέργω. Πόσο γέλασε! «Πάντα βλαμμένο θα μείνεις, μωρέ Οδυσσέα. Εγώ σ’ τα έφερα για να μη γυρνάς ξυπόλητος ή με τα φορεμένα τα στραβοπατημένα, κι εσύ δε θες να τα φορέσεις;»
«Θα τα φυλάξω. Να ’χω και εγώ κάτι από σένα» της είπα και την κοίταξα βαθιά στα μάτια.
«Μη με κοιτάς έτσι. Όποτε με κοιτάς έτσι με τρομάζεις».
Την άλλη μέρα μου ’φερε να μου διαβάσει την Οδύσσεια. Που έλεγε για τον Οδυσσέα, τον πολυμήχανο ήρωα που είχα το όνομά του. Αυτόν που όλο ταξίδευε και στην Ιθάκη δεν έφτανε .
ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Aν η Αλεξάνδρα Τσόλκα ήταν Αγγλίδα συγγραφέας και ονομάζονταν Βικτόρια Μίλιμπαντ, θα συζητούσαμε όλοι σήμερα ενθουσιαμένοι για το τελευταίο της συναρπαστικό βιβλίο “Με ένα πλοίο που το έλεγαν Λα Λορελάι”.
Η Αλεξάνδρα, δυστυχώς για κείνη είναι Ελληνίδα, δουλεύει σε ιδιωτικό κανάλι και εβδομαδιαία lifestyle περιοδικά και είναι καταδικασμένη ν αποδείξει οτι κρύβει μέσα της έναν άλλο εαυτό που είναι απο ατόφιο συγγραφικό χρυσάφι.
Στο βιβλίο της που διαβάζεται χωρίς ν αφήνει περιθώρια για αναπνοές και λοξοκοιτάγματα-ακόμη κι αν είσα ξάπλα στη παραλία του “Αστέρα”-αφηγείται την συναρπαστική ζωή ενός παντοδύναμου μεγαλοαστού του κυρίου Οδυσσέα , το άλλοτε παιδάκι που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, που άλλο δεν γνώριζε καλύτερα απο τη σκληρότητα και σε μια νύχτα μόνο θυμάται όλη του τη ζωή σ ένα επιθανάτιο παραλήρημα.
Η Ιστορία του Οδυσσέα βασίζεται σε κάποια πραγματικά γεγονότα, ενώ ιστορικές στιγμές καθορίζουν τις επιλογές του.
Το βιβλίο που μόλις το πήραμε στα χέρια μας κυκλοφορεί απο τις “Εκδόσεις Περίπλους” του Διονύση Βίτσου-έχουν κάνει πολύ καλή δουλειά στην επιμέλεια και παρουσίαση- και εγκαινιάζει τη σειρά Ελληνίδες Λογοτέχνιδες.
Για ανάγνωση με φόντο το απέραντο γαλάζιο…
ΑΠΟ ΤΟ BLOG
www.kourdistoportocali.com
Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ:
Η Αλεξάνδρα Τσόλκα γεννήθηκε στο Αγρίνιο, από όπου έφυγε σε ηλικία 3 χρόνων για να μεγαλώσει, να ζήσει, να πάει σχολείο στο Νέο Ηράκλειο.
Στο Νέο Ηράκλειο είναι και τα γραφεία του Down Town, του People, του Nitro και του Pink, όπου εργάζεται, τα τελευταία 15 χρόνια. Συνεργάζεται με τον τηλεοπτικό σταθμό Alter και την εβδομαδιαία εφημερίδα Αποκαλύψεις. Έχει δουλέψει για τις εφημερίδες Επενδυτής, Sportime, Νέα, Ελεύθερος Τύπος, για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς Planet και ΝΕΤ, ενώ έχει γράψει σενάρια για τον ΑΝΤ1 και την ΝΕΤ, ένα βιβλίο πολύ σύντομων ιστοριών, («Σημείο Επαφής»), μια βιογραφία («Μαρλέν Καρέρ, η ζωή, ένα πάρτι») και τη συλλογή διηγημάτων «Κοιμόταν Μαζί τους».
Έχει σπουδάσει υποκριτική στην Δραματική Σχολή, Βεάκη. Είναι παντρεμένη και έχει δυο κόρες, την Ειρήνη και την Μαρία.
Πιστεύει πως ίσως θα έπρεπε να γράψει κάτι πιο ενδιαφέρον στο βιογραφικό της, αλλά το βρίσκει μάλλον ανόητο να μιλάει για τον εαυτό της στο τρίτο πρόσωπο
Έτος έκδοσης: 2010
ISBN: 978-960-438-107-4
Σελίδες: 298, Τιμή: € 17,94
ΑΠΟΚΤΗΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ “BOOKS AND THE CITY”
3 Δεκεμβρίου 2010
#1
Ενα βοιβλίο που θα αγγίξει κάθε ευαίσθητη ψυχή. Το διάβασα πολύ γρήγορα και με συγκίνησε βαθπύτατα. Γι΄ αυτό και καταπιάστηκα να γράψω και λίγα λόγια στο site μου (http://thanoskondylis.wordpress.com/). Πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο αξίζει να το έχει ο καθένας μας.
19 Δεκεμβρίου 2010
#2
kalooooooooo