Μια προσωπική διαδρομή στους εργασιακούς χώρους.
Τα αφεντικά, οι συνάδελφοι, τα ωράρια, ο μισθός που ποτέ δε φτάνει.
Ένα βιβλίο για μια πραγματικότητα που όλοι ξέρουμε πως είναι βαθιά προβληματική, με κάποιο μαγικό τρόπο όμως έχουμε πείσει τον εαυτό μας και τους άλλους πως αυτή είναι η κανονικότητα.
Μπορεί και όχι όμως.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Σερβιτοριλίκια και ντελίβερι
Η πρώτη μου επαφή με τη μισθωτή εργασία έγινε στην τρυφερή ηλικία των δεκάξι ετών. Δούλεψα βοηθός σερβιτόρου ένα καλοκαίρι για να μαζέψω λεφτά να πάρω μηχανάκι κρυφά απ’ τον πατέρα μου. Από Σεπτέμβρη το ‘ριξα για πρώτη φορά σοβαρά στο διάβασμα. Είχα πάρει μια πρώτη γεύση από αυτό που θα ακολουθούσε.
Πριν ξεκινήσω δεν ήμουν καθόλου αρνητικός απέναντι στο γεγονός ότι θα δούλευα. Το περίμενα μάλιστα με προσμονή. Ένιωθα ότι έμπαινα στον κόσμο των ενηλίκων. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω άρχισα να υποψιάζομαι ότι αυτός ο κόσμος ίσως να μην είναι τελικά ο προορισμός στον οποίο ήθελα να φτάσω.
Την πιτσαρία που δούλευα την είχαν ο κύριος Μπάμπης κι η κυρία Σούλα. Η Σούλα ήταν μια σαρανταπεντάρα μιλφ η οποία με απασχόλησε αρκετές από εκείνες τις καλοκαιρινές νύχτες, χωρίς η ίδια να το ξέρει. Ο Μπάμπης ήταν ένας μαλάκας και μισός. Όχι, μάλλον δεν ήταν μαλάκας, ο ιδεότυπος του μικροαστού μαγαζάτορα ήταν. Ξεκίνησε να δουλεύει στα δώδεκα, τα δεκατέσσερα ή τα οχτώ, έκανε το σκατό του παξιμάδι, κοιμόταν τέσσερις ώρες τη μέρα και μετά από είκοσι χρόνια προσπάθειας κατάφερε να ανοίξει κάτι δικό του. Αυτοί είναι που γίνονται τα χειρότερα αφεντικά. Δεν τους νοιάζει που πριν από μερικά χρόνια ήταν στην ίδια θέση με σένα. Δεν το θυμούνται καν. Τώρα είναι αφεντικά και προσπαθούν να βγάλουν από τη μύγα ξύγκι και μαζί βγάζουν και τα κόμπλεξ που έχουν συσσωρεύσει όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Το προσωπικό έτρωγε μόνο ό,τι περίσσευε από τις προηγούμενες μέρες, όταν το φαγητό έφτανε σε κατάσταση που ο κύριος Μπάμπης να ντρέπεται να το σερβίρει στους πελάτες. Το μαγαζί δεν είχε ωράριο και έκλεινε μόνο όταν έφευγε κι ο τελευταίος πελάτης. Ανοίγω μια παρένθεση εδώ για να σημειώσω πόσο ασυνείδητα ζώα θεωρώ μια παρέα νεοελλήνων που εξακολουθεί να κάθεται σε ένα μαγαζί και να “διασκεδάζει”, όταν δίπλα τους οι σερβιτόροι είναι έτοιμοι να κοιμηθούν όρθιοι. Κλείνει η παρένθεση.
Πίσω στον κύριο Μπάμπη. Φωνές και προσβολές έπαιζαν σχεδόν καθημερινά. Στο μάγειρα που παράβρασε τα μακαρόνια, στη λαντζιέρα που έσπασε ένα ποτήρι, σε μένα που δεν ήμουν αρκετά γρήγορός. Η πιο έντονη ανάμνησή μου από κείνο το καλοκαίρι ήταν ένα βράδυ που έκοβα τυρί. Για όσους είναι αρκετά τυχεροί και δεν έχουν μπει ποτέ σε κουζίνα εστιατορίου να πω ότι τότε (και τώρα?) το τυρί για την πίτσα το κόβαμε σε λεπτές λωρίδες με κάτι ογκώδεις χειροκίνητες μηχανές. Βάζαμε τα μπλοκ της μοτσαρέλας από πάνω, πιέζαμε κάτι σαν έμβολο και από κάτω έπεφτε το τυρί τριμμένο μέσα σε κάτι μεγάλες λεκάνες. Ε, μια από αυτές τις λεκάνες την κλώτσησα κατά λάθος και χύθηκε το τυρί στο πάτωμα. Βρισίδια, φωνές, παναγίες απ’ τον κύριο Μπάμπη. Κακός χαμός. Ήμουνα μικρός, είχα κάνει και μαλακία, δεν είπα τίποτα. Έκατσα εκεί αμίλητος και με έλουσε με ό,τι μπινελίκι είχε πρόχειρο.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο ΑΡΗΣ ΔΑΝΑΖΟΓΛΟΥ μεγάλωσε στην Αθήνα.
Τα τελευταία χρόνια την επισκέπτεται μόνο ως (ή μήπως σαν;) τουρίστας.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΑΡΗΣ ΔΑΝΑΖΟΓΛΟΥ
Έτος έκδοσης: 2022
ISBN:978-960-438-258-3
Σελίδες: 112
Τιμή: € 12,72