ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ 10% ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
Ένα στυγερό έγκλημα στην Πάρο αναταράζει τα νερά της κοσμοπολίτικης κοινωνίας του νησιού.
Ο μόνιμος ήρωας του συγγραφέα Γιώργου Μπακούρη, (Συγγραφέα επίσης του βιβλίου «Σιωπηλά Εγκλήματα»), ο αστυνόμος Κλέανθος Παπαγιανίδης καταφτάνει στην Πάρο για να περάσει τις καλοκαιρινές του διακοπές, προσκεκλημένος του επιστήθιου φίλου του και γνωστού επιχειρηματία Γιώργου Κωστένογλου.
Στην πολυτελή βίλα γνωρίζεται με τους υπόλοιπους καλεσμένους, έναν εφοπλιστή με την οικογένειά του, έναν μεγαλοτραπεζίτη, μια κοσμική καλλονή και μια φίλη της οικοδέσποινας από το Λονδίνο. Η εκλεκτή παρέα ξεκινάει τις διακοπές της με μπάνια στη θάλασσα, βόλτες στο νησί, ξενύχτι και ερωτικές προκλήσεις…
Οι ανέμελες ημέρες δεν θα κρατήσουν για πολύ. Τα απειλητικά μηνύματα που εμφανίζονται γραμμένα στους τοίχους των δωματίων θα διαταράξουν τη θερινή ραστώνη. Το μυστήριο θα κορυφωθεί όταν ένας καλεσμένος θα βρεθεί στραγγαλισμένος στο δωμάτιό του. Οι διακοπές τελειώνουν για τον Παπαγιανίδη που καλείται να εξιχνιάσει τον φόνο.
Οι πάντες στη βίλα, καλεσμένοι και υπηρετικό προσωπικό, είναι ύποπτοι. Τα πιθανά κίνητρα είναι πολλά και ισχυρά. Το ίδιο ισχυρά όμως είναι και τα άλλοθί τους. Πως θα βγει ο Παπαγιανίδης από αυτό το αδιέξοδο;
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Η Παπαϊωάννου καθότανε στη μικρή ξύλινη καρέκλα του γραφείου ακριβώς απέναντι από τα δύο κρεβάτια. Ο Παπαϊωάννου στεκότανε όρθιος δίπλα της με το χέρι του ακουμπισμένο στον ώμο της. Έδειχναν ψύχραιμοι, σχεδόν αποκομμένοι από τη σκηνή, σαν να επρόκειτο για απλούς περαστικούς που εντελώς τυχαία βρέθηκαν στο συγκεκριμένο σημείο και παρακολουθούσαν αδιάφορα το συμβάν. «Είστε καλά;» ρώτησε ο Κλέανθος, αλλά αμέσως το μετάνιωσε, αφού ήτανε προφανές από τη στάση τους ότι δεν είχανε ταραχτεί καθόλου. «Είμαστε μια χαρά, κύριε Παπαγιανίδη. Δεν έγινε τίποτα. Προφανώς κάποιος έκανε μια φάρσα εντελώς κακόγουστη. Λυπάμαι μόνο που τέτοια ώρα θα αναγκάσουμε το προσωπικό του σπιτιού να καθαρίσει αυτές τις ανοησίες», απάντησε εντελώς ατάραχος ο Παπαϊωάννου. «Μην το σκέφτεστε καν. Δεν θα τους πάρει πάνω από δύο λεπτά», τους διαβεβαίωσε με προθυμία ο Γιώργος ενώ έκανε ταυτόχρονα νεύμα στη Σουμίρα, η οποία εξαφανίστηκε σαν σίφουνας προς το κεντρικό σπίτι για να εφοδιαστεί με τα κατάλληλα σύνεργα καθαρισμού. «Αλήθεια, με τι γράφτηκαν οι λέξεις;» ρώτησε ο Κλέανθος, καθώς είχε πλησιάσει τον τοίχο και τις επεξεργαζόταν.
Μέτρησε τέσσερις, μία εκ των οποίων δεν ήτανε ολοκληρωμένη αφού της έλειπε το τελευταίο γράμμα. Οι λέξεις δεν ήτανε γραμμένες καθαρά, αλλά βιαστικά, ένδειξη ότι όποιος το έκανε δεν είχε και πολύ χρόνο στη διάθεσή του.
«Με το κόκκινο κραγιόν μου. Το βρήκα πεταμένο στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι μου», ακούστηκε να λέει η Παπαϊωάννου. «Να, εκεί». Ο Κλέανθος γύρισε και κοίταξε προς το μέρος που του έδειχνε η Παπαϊωάννου, στη βάση του κρεβατιού της. «Φαντάζομαι ότι δεν το πετάξατε εσείς αυτό;» τη ρώτησε ο Κλέανθος καθώς σήκωνε από το πάτωμα ένα χαρτομάντιλο που είχε εντοπίσει κοντά στο σημείο που του είχε υποδείξει. «Δεν συνηθίζω να πετάω πράγματα στο πάτωμα. Πώς βρέθηκε εκεί;» «Φαίνεται ότι ο δράστης το χρησιμοποίησε για να πάρει τις προφυλάξεις του, να μην αφήσει δακτυλικά αποτυπώματα», είπε ο Κλέανθος. «Μήπως υπερβάλλετε, κύριε Παπαγιανίδη; Σίγουρα θα της έπεσε της Ασπασίας χωρίς να το καταλάβει», είπε ο Παπαϊωάννου.«Και από το κομοδίνο μου πώς βρέθηκε το χαρτομάντιλο στην άλλη άκρη του δωματίου, μου λες;» ρώτησε η Παπαϊωάννου. «Μπορεί να το πήρε ο αέρας, ξέρω γω;» «Μη λες ανοησίες. Αφού είμαι πολύ προσεκτική σε τέτοια πράγματα, Νίκο. Έτσι κι αλλιώς τα χαρτομάντιλα τα χρησιμοποιώ για συγκεκριμένο σκοπό. Να καθαρίζω το μακιγιάζ από το πρόσωπό μου ή να βγάζω το κραγιόν από τα χείλη μου». «Δεν βλέπω κανένα σημάδι. Καθαρό είναι», είπε ο Κλέανθος καθώς το περιεργαζότανε. Γύρισε προς το μέρος του ζεύγους Παπαϊωάννου και ρώτησε: «Σας λείπει κάτι;»
«Αν μας λείπει κάτι;» ρώτησε έκπληκτος ο Παπαϊωάννου.
«Σας κλέψανε;»
«Α! Δεν ξέρω. Δεν το ελέγξαμε. Ένα λεπτό, παρακαλώ, να κοιτάξω», απάντησε σαστισμένα η Παπαϊωάννου και σηκώθηκε. Άνοιξε τα ντουλάπια, τα συρτάρια των κομοδίνων, τις βαλίτσες της, ενώ το ίδιο έκανε και ο Παπαϊωάννου ελέγχοντας τα δικά του πράγματα. Πέρασαν μερικά λεπτά για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν τους έλειπε απολύτως τίποτα και ότι όλα τα πράγματα φαινόντουσαν να είναι στη θέση τους. «Οπότε δεν πρόκειται για κλοπή», σκέφτηκε δυνατά ο Κλέανθος. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η Σουμίρα έτοιμη να αναλάβει δράση, αλλά ο Γιώργος, μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού, της έδωσε να καταλάβει ότι έπρεπε να περιμένει. Ο Κλέανθος στριφογύρισε για λίγο στο δωμάτιο ενώ όλοι τον παρακολουθούσαν αμίλητοι, σαν να περιμένανε από στιγμή σε στιγμή να τους ανακοινώσει το όνομα του δράστη, ώστε να πάνε όλοι μια ώρα αρχύτερα για ύπνο. Αντί να έρθει η λυτρωτική απάντηση, ο Κλέανθος συνέχισε με νέα ερώτηση:
«Αν έχετε την καλοσύνη, κύριε Παπαϊωάννου, μπορείτε να μου πείτε ακριβώς από την αρχή τι έγινε, από τη στιγμή που σας άφησα και επέστρεψα στον ξενώνα μου;»
«Αν το θέλετε, αν και νομίζω ότι κάνουμε πολλή φασαρία για το τίποτα», είπε ο Παπαϊωάννου βαριεστημένα, και αφού έβγαλε έναν παράξενο ήχο, σαν να καθάριζε τον λαιμό του, ξεκίνησε την αφήγησή του:
«Αφού πήγατε στο δωμάτιό σας, ο κύριος Κωστένογλου είχε την καλοσύνη να μοιραστεί μαζί μας τις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι στην Αφρική που είχε κάνει πριν από δύο μήνες. Πήγαμε όλοι στο σαλόνι του σπιτιού, όπου μας έδειξε τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει».
«Συγγνώμη, αλλά ποιοι ήσασταν;» τον διέκοψε ο Κλέανθος
«Όλοι εκτός από σας, κύριε Παπαγιανίδη, ήσασταν ο πρώτος που αναχώρησε».
«Καλώς, συνεχίστε».
«Όπως σας έλεγα, λοιπόν, ο κύριος Κωστένογλου μας έδειχνε τις φωτογραφίες από το ταξίδι του, που όντως ήτανε πολύ εντυπωσιακές. Μετά από λίγα λεπτά, οι πρώτοι που έφυγαν ήταν ο γιος μου και η δεσποινίς Βαγοπούλου».
«Ξέρετε πού πήγαν;».
«Ναι. Αποσύρθηκαν στους ξενώνες τους για να φρεσκαριστούνε πριν αναχωρήσουνε για τη Νάουσα. Μετά από λίγο τους ακολούθησε η κυρία Κωστένογλου. Μάλιστα προσπάθησε να πείσει τον άντρα της να τη συνοδέψει, αλλά ο κύριος Κωστένογλου ήτανε ανένδοτος».
«Ήτανε κουραστική ημέρα για μένα. Δεν είχα δυνάμεις για κάτι παραπάνω. Ξέρετε, είναι και η νυχτερινή ζωή της Νάουσας απαιτητική. Οπότε σκέφτηκα, πού να τρέχω ξυπόλυτος στ’ αγκάθια», είπε ο Γιώργος εύθυμα, αλλά το χαμόγελό του εξαφανίστηκε όταν είδε την παγερή υποδοχή που του επιφύλαξαν στην προσπάθειά του να αστειευτεί.
«Τέλος πάντων. Οπότε μείναμε ο κύριος Κωστένογλου, ο κύριος Σκαρφάσης με τη φίλη του τη δεσποινίδα Ρήγα, η Ασπασία και εγώ. Λίγο αργότερα αναχώρησαν για τον ξενώνα τους ο κύριος Σκαρφάσης μαζί με τη φίλη του. Μη με ρωτάτε αν πήγανε και αυτοί τελικά στη Νάουσα μαζί με τους υπόλοιπους, διότι δεν ξέρω».
«Ντεν γκο κύριο», ακούστηκε η Σουμίρα.
«Τι έκανε, λέει;» είπε ο Κλέανθος.
«Νογκό, Νογκό κύριο. Εντό στέι. Λιβ λαϊντί», συνέχισε να λέει η Σουμίρα πηγαινοφέρνοντας τον τεντωμένο δείκτη του χεριού της δεξιά κι αριστερά.
«Λέει ότι η δεσποινίδα Ρήγα πήγε στη Νάουσα. Ο κύριος Σκαρφάσης έμεινε εδώ», μετέφρασε ο Γιώργος.
«Καλώς», είπε ο Κλέανθος, αρκούμενος σε αυτήν την απάντηση. Αν χρειαζότανε περισσότερες πληροφορίες, θα ρώταγε τους ίδιους. Δεν είχε καμία όρεξη να ξεκινήσει έναν γύρο ερωτήσεων-απαντήσεων με τη Σουμίρα, και με τον Γιώργο σε ρόλο διερμηνέα. Ο Παπαϊωάννου έριξε στον Κλέανθο μια ματιά όλο νόημα, αρκετή για να καταλάβει ότι είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του με όλη αυτήν την κατάσταση.
«Παρακαλώ, συνεχίστε».
«Όπως σας έλεγα, μετά την αποχώρηση του κυρίου Σκαρφάση και της δεσποινίδας Ρήγα, μείναμε ο κύριος Κωστένογλου, η Ασπασία κι εγώ. Εξακολουθήσαμε να συζητάμε για την Αφρική και μετά από δεκαπέντε, είκοσι λεπτά, δεν θυμάμαι ακριβώς την ώρα, η Ασπασία κι εγώ καληνυχτίσαμε κι ήρθαμε στον ξενώνα μας. Ανοίξαμε την πόρτα, μπήκαμε και…»
«Με συγχωρείτε που σας διακόπτω πάλι. Μία διευκρίνιση. Βλέπετε, είναι και η επαγγελματική διαστροφή που το επιβάλλει. Είπατε ότι ανοίξατε την πόρτα. Πώς την ανοίξατε, με κλειδί ή ήταν ξεκλείδωτη;»
«Όχι. Την πόρτα του ξενώνα δεν την έχουμε κλειδωμένη. Δεν υπάρχει λόγος. Απλώς γύρισα το πόμολο και μπήκαμε», απάντησε ο Παπαϊωάννου και συνέχισε: «Μπήκε πρώτα η Ασπασία. Την ακολούθησα. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και πήγα κατευθείαν στο μπάνιο. Πριν προφτάσω να κάνω οτιδήποτε, η Ασπασία άρχισε να φωνάζει ότι κά-ποιος είχε μπει στον ξενώνα κι είχε λερώσει τους τοίχους. Πήγα στην κρεβατοκάμαρα κι αντίκρισα αυτό το θέαμα που βλέπετε κι εσείς, κύριε Παπαγιανίδη. Βγήκα από τον ξενώνα για να ειδοποιήσω τον κύριο Κωστένογλου. Έτσι έγιναν τα πράγματα». Η Παπαϊωάννου κούνησε το κεφάλι της καταφατικά συμφωνώντας με την εκδοχή του συζύγου της.
[…]
Χωρίς να δώσει απολύτως καμία σημασία στα λόγια του, ο Κλέανθος συνέχισε την ερώτησή του:
«Θα ήθελα να μάθω. Μήπως σας εκβιάζουν, σας απειλούν;»
«Μα τι είναι αυτά που λέτε; Να εκβιάζουν εμάς;» ρώτησε έκπληκτος ο Παπαϊωάννου, ενώ το πρόσωπό του κοκκίνισε.
«Ναι, εσάς», επανέλαβε ήρεμος ο Κλέανθος.
«Σαφέστατα και όχι. Σας διαβεβαιώνω ότι ουδέποτε δέχτηκα οποιονδήποτε εκβιασμό στη ζωή μου, ούτε καν την υποψία απει- λής, από κανέναν», απάντησε τώρα θυμωμένος ο Παπαϊωάνου, ενώ τα φρύδια του έσμιξαν τόσο πολύ από την ταραχή του, που στον Κλέανθο φάνηκε ότι είχαν μετατραπεί σε υπερφυσικό μαύρο μουστάκι που, περιέργως, είχε φυτρώσει πάνω από τα μάτια του. «Εσάς, κυρία Παπαϊωάννου;»
«Από πού και ως πού;»
«Δεν γνωρίζω, γι’ αυτό σας ρωτώ».
«Όχι», απάντησε ξερά η Παπαϊωάννου. «Νομίζω, κύριε Παπαγιανίδη, ότι η επαγγελματική σας διαστροφή, όπως την αποκαλείτε, στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει εκτροχιαστεί τελείως. Δίνετε πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι θα έπρεπε σ’ ένα ασήμαντο γεγονός. Κάποιος για να σπάσει πλάκα έκανε αυτό το κακόγουστο αστείο. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Αρκετά ασχοληθήκαμε με αυτό το θέμα και αρκετά σας απασχολήσαμε», είπε ο Παπαϊωάννου απότομα, δίνοντας το σήμα για να μπει ένα τέλος, ή μάλλον ένα φρένο, στις ατελείωτες ερωτήσεις του Κλέανθου.
«Μάλλον έχετε δίκιο. Ευχαριστώ για τον χρόνο και για την υπομονή σας. Καληνύχτα σας!» απάντησε με ήρεμη φωνή ο Κλέανθος.
[…]
Γύρισε προς τον Παπαϊωάννου, ο οποίος μεμιάς έχασε το χρώμα του νομίζοντας ότι ο Κλέανθος θα ξεκίναγε νέο γύρο ερωτήσεων, και του είπε: «Καλό θα είναι από δω και στο εξής να κλειδώνετε την πόρτα του ξενώνα σας».
«Βέβαια, βέβαια, εννοείται. Καληνύχτα!» απάντησε ο Παπαϊωάννου, ανακουφισμένος που για πρώτη φορά ο Κλέανθος δεν εκστόμιζε ερώτηση που θα χρειαζόταν απάντηση. Ο Κλέανθος βγήκε από τον ξενώνα συνοδευόμενος από τον Γιώργο, ενώ πίσω είχε μείνει η Σουμίρα για να αρχίσει το καθάρισμα του τοίχου.
«Τι έχεις να πεις για όλα αυτά;» ρώτησε ο Γιώργος.
«Μάλλον πρόκειται για φάρσα», απάντησε ο Κλέανθος, χωρίς όμως να το πιστεύει.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:
Ο Γιώργος Μπακούρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970, αλλά μεγάλωσε και σπούδασε στη Γενεύη. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην Αθήνα, όπου επέστρεψε το 1998.
Το «Έγκλημα στην Πάρο» από τις Εκδόσεις Περίπλους επανεκδίδεται. Πρωτοκυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος το 2014.
Το δεύτερο μυθιστόρημά του συγγραφέα με τίτλο Σιωπηλά Εγκλήματα κυκλοφόρησε το 2018 πάλι από τις Εκδόσεις Περίπλους.
Και στα δύο αυτά αστυνομικά μυθιστορήματα πρωταγωνιστεί ο ιδιότυπος αστυνόμος Κλέανθος Παπαγιανίδης.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΚΟΥΡΗΣ
ΙSΒΝ: 978-960-438-237-8
Σελίδες: 330
Τιμή: € 15,90