ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ 3Ο% ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
Με αφορμή ένα reunion 30 χρόνια μετά, θα επιστρέψει πίσω στην πόλη που μεγάλωσε. Εκεί θα μπει σε μία ιδιότυπη μηχανή του χρόνου και θα ξεκινήσει ένα ταξίδι σε με μικρές αυτοτελείς ιστορίες της νεότητάς του, που όλες όμως συνδέονται μεταξύ τους.
Το ταξίδι ξεκινάει στην πλατεία των Λιονταριών, που υπάρχουν χυμένες κολόνιες στο δρόμο και πειρατικά καράβια, πετάγεται για λίγο στην Παλαιόχωρα και στον Μακρύ Γιαλό που πέφτει από μπαλκόνια, ταξιδεύει με τα παλιά πλοία της Κρήτης, ακούει ραδιοφωνικό θέατρο σε μια μικρή αποθήκη κάπου κοντά στον Άγιο Μηνά, ξεσαλώνει στην παλιά «Αθηνά», πάει στο Ανωγειανό Δημοτικό και στο 2ο Γενικό Γυμνάσιο και Λύκειο. Βλέπει πεθαμένους νεκροθάφτες που τον βρίζουν, φλερτάρει με όμορφα φαντάσματα σε πάρτι, γνωρίζει τα σινεμά της πόλης, βλέπει πλοία – φαντάσματα στον Άγιο Νικόλαο και ακούει ριζίτικα σε χασαποταβέρνες.
Πριν χαθεί σε ένα δάσος κάπου στη Μακεδονία, περνάει μια βόλτα από το «Καφεθέατρο», τρώει ζεστές καραμέλες μέντες στο Καμαράκι και βλέπει πεθαμένους αρχιεπίσκοπους να κουνιούνται στον Άγιο Μηνά. Τέλος παίρνει ένα παλιό ταξί Opel Record και γυρίζει πίσω στις 23 Μαΐου του 1941, την ώρα των βομβαρδισμών από τους Γερμανούς, παίρνει μέρος σε μάχες με τους Τούρκους σε μοναστήρια – φρούρια στο Πετροκεφάλι, ακούει Carmen στο γυμναστήριο του Τσακιρίδη και καταλήγει στο ξενοδοχείο του…
…την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου του 2019 λίγο πριν τις 9 το βράδυ. Λίγο πριν το ραντεβού του δηλαδή με παλιούς φίλους που έχει να δει 30 χρόνια.
Από έναν νέο συγγραφέα, που αφηγείται καταλυτικά την εφηβεία του στην ελληνική επαρχία τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, μέσα από έναν καταιγισμό κυνικού, μα και συγχρόνως γλυκού χιούμορ.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
«Κατεβαίνοντας την Κοραή, πέρασα από την Ίριδα γρήγορα γρήγορα μην και πετύχω καμιά γνωστή μπαργούμαν και μπήκα στο Ιδαίον. Λίγος κόσμος. Στο μπαρ καθόταν ο Γιώργος ο Φιορέντζης. Τον κέρασα ένα μικρό Τζακ, είπαμε δυο κουβέντες και έφυγα. Είχαν γίνει αμέτρητες αστείες «παρεξηγήσεις» με αυτή τη συνωνυμία που πάντα γελάγαμε με το Γιώργο. Και ήταν άνθρωπος που δε γελούσε συχνά. Πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος ο Γιώργος. Μυστήριος, αλλά είχε καλή καρδιά. Αυτός κι αν είχε δει έργα στη ζωή του ιδίως στα «φοιτητικά» του χρόνια στο Παρίσι, στο Μιλάνο, που κράτησαν βέβαια λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο.
Μια φορά θυμάμαι με είχε κάνει τρελό στο βενζινάδικο του πατέρα του Στέλιου. Φοιτητής πλέον και έχοντας αγοράσει το πρώτο μου αυτοκίνητο, ένα μαύρο Ibiza που το πρόσεχα σαν τα μάτια μου, είχα πάει να βάλω βενζίνη. Το βενζινάδικο πλέον το «έτρεχε» ο Γιώργος μια που ο πατέρας του είχε μεγαλώσει. Κάνει χαρά που με βλέπει, κάνω χαρά που τον βλέπω, βάλε δυο χιλιάρικα του λέω βρε Γιώργο. Και εκεί που κρατούσε τη μάνικα και έβαζε τη βενζίνη παρατηρώ ότι στο ίδιο χέρι δυο δάχτυλα παρακάτω ήταν σφηνωμένο ένα στριφτό τσιγάρο. Δε τρελάθηκα απλά. Φρίκαρα. Πιστεύω ότι οι τρίχες της κεφαλής μου πρέπει να είχα σηκωθεί εντελώς όρθιες. Μαλάκα, σκέφτηκα, θα εκραγούμε! Αλλά δεν είπα κουβέντα. Μία που δεν ήθελα να γαμωσταυρίσω το συνονόματο, μία που το είδα πάνω που τέλειωνε το γέμισμα και μία που συνειδητοποίησα ότι το γάρο ήταν σβηστό γιατί διαφορετικά θα είχαμε γίνει Καμπούλ εκεί πέρα. Οπότε δεν είπα κουβέντα. Και φυσικά δε ξαναπάτησα για βενζίνη. Από μακριά κι αγαπημένοι με τον μακρινό ξάδελφο. Καλύτερα να πίναμε κάνα Τζακ στο Ιδαίον παρά να βάζαμε βενζίνες.
Πλησιάζοντας στα Λιοντάρια είδα τη γωνία στη στοά που ήταν οι λουκουμάδες. Οι πιο νόστιμοι που μπορούσε να φάει άνθρωπος, παρ’ όλο που πλανιόταν για χρόνια ο πιο σιχαμένος αστικός θρύλος της πόλης! Δε θα τον πω τώρα γιατί θα ξεράσουμε ομαδικά, αλλά ήταν η μεγαλύτερη αηδία που έχει ποτέ κατασκευάσει ανθρώπινος νους και είμαι σίγουρος ότι ήταν ένα ψέμα. Οι λουκουμάδες από την άλλη, οι νοστιμότεροι του κόσμου. Τους θυμάμαι ζεστούς σε ένα χάρτινο μικρό ταψάκι να κολυμπάνε σε αραιωμένο ζεστό μέλι σα μικρά γλυκά και τραγανά σφουγγαράκια. Συνήθως τους παίρναμε πακέτο για το σπίτι, αλλά καμιά φορά καθόμουν σε ένα από τα λίγα, δυο τρία μεταλλικά στρογγυλά τραπεζάκια στη στοά να τους φάω. Πραγματικά δε μπορώ αν αποφασίσω πότε ήταν πιο νόστιμοι αυτοί οι λουκουμάδες. Όταν ήταν φρέσκοι και ζεστοί ή μετά από ώρα όταν ήταν κρύοι και μουλιασμένοι μέσα στο αραιωμένο μέλι. Αν δεν είχα πάρει διαζύγιο με την κάθε μορφής ζάχαρη θα μπορούσα να πάω και να φάω έναν κουβά τώρα. Σχεδόν μου τρέχανε τα σάλια.
Μετά πέρασα κι από το Take 5. Μόλις είχε βγει το καινούργιο «Κλικ» και το είχα αγοράσει. Κάθισα στο πεζούλι, απέναντι στο πάρκο και κοίταξα προς το μαγαζί. Όλοι έλειπαν. Το ίδιο και το Take 5. Κοίταξα δίπλα μου, δεν υπήρχε ούτε «Κλικ» ούτε φραπές. Δεν ήταν καν Μεγάλη Παρασκευή μεσημέρι.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΟΡΕΝΤΖΗΣ είναι interior designer και γεννήθηκε στην Κρήτη, στο Ηράκλειο μια Κυριακή πρωί το 1971.
Πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Κρήτη.
Αρχές της δεκαετίας του 90 σπούδασε στη σχολή Βακαλό. Μένει στην Αθήνα μόνιμα πλέον από το 1999 αν και ο ίδιος δε το παραδέχεται και θεωρεί τον εαυτό του επισκέπτη.
Από το 2000 έχει δικό του γραφείο Αρχιτεκτονικής Εσωτερικών Χώρων και Interior Design. Από το 2013 συνεργάζεται μαζί με τη σύζυγο του και επίσης interior designer Κλεμάνς Παυγέλου.
Μέχρι τώρα δεν είχε καμία σχέση με τη συγγραφή βιβλίων. Η «ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ» φοβάται ότι δεν είναι καν το πρώτο του βιβλίο. Ξεκίνησε ως μια ανάρτηση στα social media που ποτέ δεν έγινε αλλά εξαπατώντας τον ίδιο της τον εαυτό κατέληξε σε χαρτί τυπωμένο με αληθινό μελάνι.
www.facebook.com/yiorgos.fiorentzis
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΟΡΕΝΤΖΗΣ
Έτος έκδοσης: 2021
ISBN: 978-960-438-234-7
Σελίδες: 222 Τιμή: € 14,84
3 Ιουλίου 2021
#1
Το Ηράκλειο, η γενέθλια πόλη, ‘’πρωταγωνιστεί” στο πρώτο βιβλίο του Γιώργου Φιορέντζη “Η πόλη που δεν ήθελα να θυμάμαι το όνομα της’’ που κυκλοφορεί από τις εκδοσεις Περίπλους.
Με αφορμή ένα reunion της τάξης του, τριάντα χρόνια μετά, θα επιστρέψει πίσω στην πόλη που μεγάλωσε. Εκεί θα μπει σε μία ιδιότυπη μηχανή του χρόνου και θα ξεκινήσει ένα ταξίδι στο χρόνο με μικρές αυτοτελείς ιστορίες, που όλες όμως συνδέονται κάπως μεταξύ τους.
Το ταξίδι ξεκινάει στην πλατεία των Λιονταριών, που υπάρχουν χυμένες κολόνιες στο δρόμο και πειρατικά καράβια, πετάγεται για λίγο στα νότια παράλια που πέφτει από μπαλκόνια, ταξιδεύει με τα παλιά πλοία της Κρήτης και ζει απίστευτες ιστορίες, ακούει ραδιοφωνικό θέατρο σε μια μικρή αποθήκη κάπου κοντά στον Άγιο Μηνά, ξεσαλώνει στην παλιά «Αθηνά», πάει στο Ανωγειανό Δημοτικό και στο 2ο Γενικό Γυμνάσιο και Λύκειο. Βλέπει πεθαμένους νεκροθάφτες που τον βρίζουν, φλερτάρει με όμορφα φαντάσματα σε πάρτι, γνωρίζει τα σινεμά της πόλης, βλέπει πλοία – φαντάσματα στον Άγιο Νικόλαο και ακούει ριζίτικα σε χασαποταβέρνες.
Πριν χαθεί σε ένα δάσος κάπου στη Μακεδονία, περνάει μια βόλτα από το «Καφεθέατρο», τρώει ζεστές καραμέλες μέντες στο Καμαράκι και βλέπει πεθαμένους αρχιεπίσκοπους να κουνιούνται στον Άγιο Μηνά. Τέλος παίρνει ένα παλιό ταξί Opel Record και γυρίζει πίσω στις 23 Μαΐου του 1941, την ώρα των βομβαρδισμών από τους Γερμανούς, παίρνει μέρος σε μάχες με τους Τούρκους σε μοναστήρια – φρούρια στο Πετροκεφάλι, ακούει «Carmen» στο γυμναστήριο του Τσακιρίδη και καταλήγει στο ξενοδοχείο του…
…την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου του 2019 λίγο πριν τις 9 το βράδυ, λίγο πριν το ραντεβού του δηλαδή με παλιούς φίλους που έχει να δει τριάντα χρόνια.
Ο συγγραφέας
Γιώργος ΦιορέντζηςΟ Γιώργος Φιορέντζης είναι interior designer και γεννήθηκε στην Κρήτη, στο Ηράκλειο μια Κυριακή πρωί το 1971.
Πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Κρήτη.
Αρχές της δεκαετίας του 90 σπούδασε στη σχολή Βακαλό.
Μένει στην Αθήνα μόνιμα πλέον από το 1999 αν και ο ίδιος δε το παραδέχεται και θεωρεί τον εαυτό του επισκέπτη.
Από το 2000 έχει δικό του γραφείο Αρχιτεκτονικής Εσωτερικών Χώρων και Interior Design. Από το 2013 συνεργάζεται μαζί με τη σύζυγο του και επίσης interior designer Κλεμάνς Παυγέλου.
Μέχρι τώρα δεν είχε καμία σχέση με τη συγγραφή βιβλίων.
«Η πόλη που δεν ήθελα να θυμάμαι το όνομά της» φοβάται ότι δεν είναι καν το πρώτο του βιβλίο. Ξεκίνησε ως μια ανάρτηση στα social media που ποτέ δεν έγινε αλλά εξαπατώντας τον ίδιο της τον εαυτό κατέληξε σε κατέληξε σε χαρτί τυπωμένο με αληθινό μελάνι.
4 Αυγούστου 2021
#2
Το ριγιούνιον των παλιών συμμαθητών, γίνεται η αφορμή για την επιστροφή του κεντρικού ήρωα στο Ηράκλειο της Κρήτης, την πόλη που μεγάλωσε, μετά από τριάντα χρόνια. Η βόλτα του στους δρόμους της πόλης ξεκινάει ένα απρόσμενο ταξίδι στο χρόνο και τον γυρνάει στην νεότερη και στην παιδική του ηλικία. Αναπολεί τα γεγονότα που έζησε εκεί με μπόλικη σαρκαστική και αυτοσαρκαστική διάθεση και άθελά του μας ξεναγεί στα αξιοθέατα των αναμνήσεών του.
Οι δεκαετίες του 1970 και του 1980 στο Ηράκλειο, αντιπροσωπευτικές σε μεγάλο βαθμό για όλη την ελληνική επαρχία, ζωντανεύουν παιχνιδιάρικα στο λόγο του.
Το ταξίδι ξεκινάει στην πλατεία των Λιονταριών, που υπάρχουν χυμένες κολόνιες στο δρόμο και πειρατικά καράβια, πετάγεται για λίγο στα νότια παράλια που πέφτει από μπαλκόνια, ταξιδεύει με τα παλιά πλοία της Κρήτης και ζει απίστευτες ιστορίες, ακούει ραδιοφωνικό θέατρο σε μια μικρή αποθήκη κάπου κοντά στον Άγιο Μηνά, ξεσαλώνει στην παλιά «Αθηνά», πάει στο Ανωγειανό Δημοτικό και στο 2ο Γενικό Γυμνάσιο και Λύκειο. Βλέπει πεθαμένους νεκροθάφτες που τον βρίζουν, φλερτάρει με όμορφα φαντάσματα σε πάρτι, γνωρίζει τα σινεμά της πόλης, βλέπει πλοία – φαντάσματα στον Άγιο Νικόλαο και ακούει ριζίτικα σε χασαποταβέρνες.
Πριν χαθεί σε ένα δάσος κάπου στη Μακεδονία, περνάει μια βόλτα από το «Καφεθέατρο», τρώει ζεστές καραμέλες μέντες στο Καμαράκι και βλέπει πεθαμένους αρχιεπίσκοπους να κουνιούνται στον Άγιο Μηνά. Τέλος παίρνει ένα παλιό ταξί Opel Record και γυρίζει πίσω στις 23 Μαΐου του 1941, την ώρα των βομβαρδισμών από τους Γερμανούς, παίρνει μέρος σε μάχες με τους Τούρκους σε μοναστήρια – φρούρια στο Πετροκεφάλι, ακούει «Carmen» στο γυμναστήριο του Τσακιρίδη και καταλήγει στο ξενοδοχείο του.
Την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου του 2019 λίγο πριν τις 9 το βράδυ, λίγο πριν το ραντεβού του δηλαδή με παλιούς φίλους που έχει να δει τριάντα χρόνια.
Ο Γιώργος Φιορέντζης γεννήθηκε στην Κρήτη, το 1971. Σπούδασε στη σχολή Βακαλό. Μένει στην Αθήνα μόνιμα πλέον από το 1999 αν και ο ίδιος δε το παραδέχεται και θεωρεί τον εαυτό του επισκέπτη. Από το 2000 έχει δικό του γραφείο Αρχιτεκτονικής Εσωτερικών Χώρων και Interior Design. Από το 2013 συνεργάζεται μαζί με τη σύζυγο του Κλεμάνς Παυγέλου.
Μέχρι τώρα δεν είχε καμία σχέση με τη συγγραφή βιβλίων. «Η Πόλη που Δεν Ήθελα να Θυμάμαι το Όνομά της» φοβάται ότι δεν είναι καν το πρώτο του βιβλίο. Ξεκίνησε ως μια ανάρτηση στα social media που ποτέ δεν έγινε αλλά εξαπατώντας τον ίδιο της τον εαυτό κατέληξε σε χαρτί τυπωμένο με αληθινό μελάνι.