GameNow WP Theme

DarkLight
ΝΤΙΝΟΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ «ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ», Οκτώ μικρές ιστορίες

ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ με  έκπτωση 10% κάντε κλικ εδώ:

www.politeia.gr

Κεφαλονίτικες ιστορίες που ξεδιπλώνονται από το 1728 μέχρι το 1896, από το Ληξούρι και το Αργοστόλι μέχρι τη Λόντρα και την Πάτρα, πάνω στον πολιτικό ανεμοστρόβιλο που ξέσπασε στο νησί όταν έπεσε η Βενετιά, πάνω στα ήθη και έθιμα, στη σταφίδα, στο κρασί, στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στη μουσική, στο θέατρο, στη μαγειρική και στο μυστικό που λέει τι γίνονται οι Κεφαλονίτες άμα πάνε καλιά τσου.

Ένα άγνωστο φωτογραφικό πορτραίτο  του Ανδρέα Λασκαράτου, σε πολύ νεαρότερη ηλικία από αυτήν της γνωστής φωτογραφίας που κυκλοφορεί, βοηθάει στο ζωντάνεμα της εποχής και των διασκεδαστικών ιστοριών που αφορούν τους γονείς του και τον αδελφό του.

Τις κεφαλονίτικες ιστορίες μπορούν να τις διαβάσουν (με δικό τους ρίσκο) και κανονικοί άνθρωποι.

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Τα Συγχαρίκια

—Αυτά τα κρουασάν, κατά πως τα λέει και τα φτιάχνει η Ανεζίνα1, είναι φοβερά! Είναι το καλύτερο ακομπανιαμέντο του καφέ! είπε ο Κωνσταντάκηςε, απολαμβάνοντας ένα αφράτο και τραγανό συνάμα κρουασάν και θαυμάζοντας το κυψελωτό εσωτερικό τους, που μόνο η Ανεζίνα πετύχαινε.

—Έτσι είναι όπως τα λες, Κωνσταντάκη μου, αυτός ο μονσού Ζεράρ2, ο Γάλλος σεφ του παλάτσο Τρινάκρια –καλέ, δε θυμάσαι;– ήτουνε μεγάλο σχολειό! απάντησε η Άντζολαδ, πίνοντας μια γουλιά καφέ, καθώς ο πολύ πρωινός φθινοπωρινός ήλιος φώτιζε γλυκά το σαλότο3.

—Α, μην το ξεχάσω, έμαθα χθες από τον σπετσιέρη4 τον Γερασιμάκη τον Τσιτσέλη5, τον συγγενή σου, ότι ο Παναγής ο Κοσπέτος6 αρραβώνιασε τη μοναχοκόρη του τη Φορτουνάτα!

—Ννναι.

—Τι συρτό  «ναι» είν’ εφτούνο, Άντζολά μου; Την αρραβώνιασε ή όσκε7;

—Την αρραβώνιασε.

—Ε, και δε θα πας βίζιτα για τα συγχαρίκια στη σιόρα Μπεμπέτα την Παναγάκαινα, που εισάστενε και φιλενάδες;

—Εγώ ψέματα δε λέω.

—Θα με τρελάνεις, Άντζολά μου. Δε σε καταλαβαίνω!

—Εγώ ψέματα δε λέω. Ο Ντίνος είναι ένας αλήτουρας, ένας θεομπαίχτης, ένας τζογαδόρος!

—Ποιος είναι πάλε ευτούνος ο Ντίνος, όπως τόνε είπες;

—Ο αρραβωνιαστικός τση Φορτουνάτας πα’ να πει.

—Και τόμου8 είν’ έτσι, ποιος προξενητής κατάφερε να πείσει τον Κοσπέτο να δώκει τη μοναχοκόρη του σ’ ευτούνο τον Ντίνο, κατώ πως τόνε λες;

—Δεν είναι προξενιό. Είναι έρωτας! Δεν ξέρω πώς γνωρίστηκαν τα παιδιά. Ο παπάκης9 του Ντίνου έχει μαγαζί στο Λιθόστρωτο10 στ’ Αργοστόλι. Ρισπετάδος11 έμπορος και νοικοκύρης. Ο γιος του όμως μεγάλη τζόγια12. Έμπλεξε ο Ντίνος, που λες, σ’ ένα χαρτοπαίγνιο, έγινε φασαρία ότι έκλεβε και τον έστειλε ο παπάκης του εδεπά13, μέχρι να σιάξουνε14 τα πράματα. Τόμου ο Παναγής ο Κοσπέτος έμαθε ότι η μοναχοκόρη του είναι ιναμοράτα15 με τον λεγάμενο, έγινε έξαλλος και ούτε ήθελε ν’ ακούσει για γάμο, κι η Φορτουνάτα πήγε και φαρμακώθηκε και τη γλιτώσανε στο παρά πέντε!

—Βωρέ τι μου λες! σταυροκοπήθηκε ο Κωνσταντάκης. Και τι απόγινε;

—Ε, τι ήθελες ν’ απογίνει, τση μπουγάδιασε το στομάχι ο γιατρός από τα κινίνα λίγο μπριχού16 σταματήσει η καρδία. Και μετά απ’ αυτό, τι να κάνουνε και οι γονέοι, την αρραβωνιάσανε θέλοντας και μη με τον Ντίνο, τρομάρα να τού ’ρθει. Γι’ αυτό σου λέω ψεύτικα συγχαρίκια εγώ δε δίνω. Θα χαντακωθεί το κορίτσι, κρίμα, και είναι σαν τα κρύα τα νερά και με προίκα απο ’δώ μέχρι ’κεί κάτω!

—Και πώς τα ’μαθες εσύ ούλα ευτούνα;

—Ευτούνο σε μάρανε τώρα, Κωνσταντάκη μου, πώς τα έμαθα και όχι ότι θα πάει α μόντε το κορίτσι17; Απ’ την Ανεζίνα τα έμαθα, που τα έμαθε από το Ζαμπελάκι18, που είναι φιλενάδες με την ψυχοκόρη τση Παναγάκαινας τη Μαργαρίτα!

Θαύμασε μέσα του ο Κωνσταντάκης το δίκτυο αυτό τση ινφορματσιόνας19, που θα το ζήλευε ακόμα και το φοβερό βενετσιάνικο κονσίλιο των δέκα20, και είπε:

—Άκου, Άντζολά μου, εμάς δε μας πέφτει λόγος. Τόμου και την αρραβωνιάσανε τη Φορτουνάτα, το σωστό είναι να πας για τα συγχαρίκια! Είναι τυπικό το θέμα!

—Κανονικά, θα ’πρεπε να πάω να ορμηνέψω τη σιόρα Μπεμπέτα να πάρουνε πίσω τον λόγο τσου και να γλιτώσει το κορίτσι, αλλά είναι μεγάλο ατζάρδο21 για μένανε και δεν μπορώ να το κάνω. Απ’ την άλλη μεριά όμως, ψέματα δε λέω και ψεύτικα συγχαρίκια δε δίνω!

—Καλά, Άντζολά μου, όπως αγαπάς, απάντησε ο Κωνσταντάκης, ενώ από μέσα του σκέφθηκε το σόλιτο αγαπημένο του τσιτάτο22 «με την επιστήμη θα τα βάλω;» τόμου έβλεπε ότι η Άντζολα καμιά βολά δε σήκωνε κουβέντα.

 

Στην κουζίνα του Λασκαρατέικου, απογευματάκι, η Ανεζίνα ετοιμάζεται να σχολάσει, να πάει σπίτι τση, στον Νιόνιο τση, και δίνει για το βράδυ οδηγίες στο Ζαμπελάκι.

—Αχ! Ανεζίνα μου, πότε θε νά ’ρθει κι η δική μου σειρά να παντρευτώ και ’γώ; Εικοσιτριώ χρονώνε είμαι πια! Και άσκημη δεν είμαι και τα προικιά μου τα έχει φτιάξει η σιόρα Αντζολα, και νοικοκυρά είμαι και έχω και τέσσερα εικοσάφραγκα ναπολεόνια23 χρυσά και είκοσι χρυσές βικτώριες24 σ’ ευτούνα τα οχτώ χρόνια που δουλεύω, και δε χαλάω τίποτσι! Α, δε λέω, η σιόρα Άντζολα δεν τάζει όπως άλλες κυράδες· η σιόρα Άντζολα τα δίνει στο χέρι και τα προικιά και τα τρία χρυσά φλουριά τον χρόνο. Βλέπεις όμως, εμένανε ποια θα με προξενέψει; Είδες η Φορτουνάτα; Παντρεύεται, και μάλιστα από έρωτα, όπως κι ελόγου σου, Ανεζίνα μου.

—Άσε τη Φορτουνάτα στην ησυχία τση, και συ μου είπες ότι ο Ντίνος είναι τζογαδόρος και δεκάρα δίμαρκη25. Όσο για μένα, ναι ήτουνε τυχερό. Άσε, θα μιλήσω του Νιόνιου, που ξέρει κόσμο, να δούμε τι μπορεί να γίνει και για σένανε!

—Να χαρείς τα ματάκια σου, Ανεζίνα, και ’γώ ό,τι θέλεις θα σου δώκω και δύο ναπολεόνια!

—Κράτα την προίκα σου, Ζαμπελάκι, και δε θέλω τίποτσι.

—Ανεζίνα μου, πες μου πάλι για το λαδολέμονο που μου ’πες να φτιάξω, πώς το κάνεις και γίνεται βελούδινο σαν κρέμα;

—Βωρή Ζαμπέλα, τόμου με δεις να σχολάω, τότε τα θυμάσαι ούλα; Ντούνκουε26, όπως έλεγε κι ο μονσού Ζεράρ, το λαδολέμονο είναι ένα ανακάτεμα υλικών, που όμως δε φτιάχνουν κάτι σταθερό, δεν ενώνονται μεταξύ τους, δε γίνονται emulsione27, πώς να το πω.  Οπότε ή θα βάλεις ένα υλικό να δουλέψει σαν emulsionante28, να τα συγκρατήσει μαζί, όπως η μουστάρδα, αλλά δε θα έχεις καθαρή τη γεύση του λαδολέμονου, ή θ’ αποφύγεις οτιδήποτε μεταλλικό και θα χτυπήσεις πάρα πολύ το λαδολέμονο βάζοντας το λεμόνι σταλούλα, σταλούλα στο λάδι, σε γυάλινο μπολ, χτυπώντας με ξύλινο κουτάλι. Βάλε και τίποτσι μυριστικό, λίγο θυμάρι ή λίγη ρίγανη. Α, το αστόησα29, μπορείς να βάλεις σαν ελαφρύ emulsionante μια σταλούλα μέλι, αλλά τότενες με λιγουλάκι παραπάνω λεμόνι. Άσε τώρα να φύω, Ζαμπελάκι μου!

—Σ’ ευχαριστώ, Ανεζίνα μου, και μη μου ξεχάσεις τον προξενητή μου!

—Ποιόνε προξενητή, καλέ;

—Τον Νιόνιο σου, Ανεζίνα μου!

—Μη σε μέλλει, Ζαμπελάκι!

 

Μεσημεράκι, κι η Ανεζίνα μπήκε φουριόζα στην κάμαρη τση σιόρας Άντζολας, που σιγύριζε συρτάρια και ντουλάπια (που ήτουνε κιόλας σιγυρισμένα).

—Τσι μάθατε τσι νοβιτές30, καλέ κυρά; Μπόμπα! Έσκασε μπόμπα!

—Τι λες, βωρή Ανεζίνα, έχουμε πάλι φασαρίες; Φάγανε τον βασιλιά Γεώργιο31;

—Όγεσκε, κυρά, δε φάγανε τον βασιλιά· χάλασε ο αρραβώνας τση Φορτουνάτας!

Αυτά ήτουνε πράγματι εκρηκτικά νέα. Η Άντζολα, τριάντα έξι χρονώνε, δε θυμότουνε να έχει διαλυθεί αρραβώνας στο Ληξούρι, εξόν απο μιά βολά πολύ παλιά –διήγηση τση μάνας της– που ’χε χαλάσει αρραβώνας επειδής μαθεύτηκε ότι είχε κιόλας ο γαμπρός ένα παιδί μούλικο. Αναγκάστηκε τότενες ο γαμπρός να ξενιτευτεί και να χαθεί κάπου στην Ιταλία,  για να γλυτώσει τη ζωή του.

—Τι λες, βωρή Ανεζίνα; Είναι σίγουρο;

—Τσέρτο32! Τσέρτο! Μου τα είπε ο Νιόνιος, που τα ’μαθε στο καφενείο του Δρόσου33 από τον σέμπρο34 του Κοσπέτου.

—Κρίμα, πολύ κρίμα. Από την άλλη όμως γλύτωσε το κορίτσι, γιατί ευτούνος ο Ντίνος δε μου άρεσε καθόλου. Έμαθες τον λόγο που χάλασε το προξενιό;

—Ο Νιόνιος μού είπε ότι ο Ντίνος είχε δώκει λόγο και σε μιαν άλλη κοπέλα απ’ τα Φάρσα35 και μαθεύτηκε.

—Μπράβο, Ντίνο! Μεγάλο μούτρο ο γαμπρός. Ευτυχώς που η Φορτουνάτα, σαν μοναχοπαίδι, έχει  μεγάλη προίκα, χώρια την περιουσία που θα κληρονομήσει. Και ξέρεις, Ανεζίνα, τα όβολα είναι το καλύτερο καθαριστικό τση μπομπής. Στο φινάλε, όπως λένε κι οι αλεπούδες οι Εγγλέζοι, το κάζο τση Φορτουνάτας μπορεί και να είναι μια «τύχη μασκαρεμένη»37. Τελικά γλύτωσε το κορίτσι. Τώρα αξίζει μια βίζιτα για συγχαρίκια στην Παναγάκαινα, που σώθηκε η κόρη τση και δεν το ’χει καταλάβει ακόμα!

—Με ούλο το ρισπέτο38, σιόρα Άντζολά μου, αυτά που λες σαν κουρλαμάρες39 τ’ ακούω!

Λίγο αργότερα, στη λιμπραρία40 του σπιτιού, η Άντζολα λέει στον κατάπληκτο Κωνσταντάκη τα νέα και την απόφασή τση.

—Τι έκανε λέει; Τώρα θα πας για συγχαρίκια στη σιόρα Μπεμπέτα; Άσε τσ’ ανθρώπους στον καημό τους, ευτούνο είναι κάπο ντ’ όπερα41! Να καθίσεις στ’ αυγά σου, Άντζολα!

—Όγεσκε, Κωνσταντάκη. Τώρα είναι που ένας άνθρωπος με σωστά μέντε42 θ’ ανοίξει τα μάτια στη σιόρα Μπεμπέτα και θα τση  δώκει να καταλάβει ότι η η Φορτουνάτα δε φταίει για το κάζο, ότι είναι πολύ μικρή ακόμη, ότι έχει μεγάλη προίκα και να βάλει μυαλό και ν’ αφήκει τσου έρωτες για τσου λιμπρετίστες43 τση όπερας. Θα βρεθεί ένα καλό προξενιό!

—Δηλαδή, Άντζολά μου, μόνο τα προξενιά αξίζουνε; Εμένανε δε μ’ αγάπησες; Και δε μου λες, εσύ είσαι ο άνθρωπος με τα σωστά μέντε, που θα κάνεις τσου Κοσπετέους να το γυρίσουνε σε χαρά το κάζο που τσου καπιτάρισε44;

—Κωνσταντάκη μου, και βέβαια σ’ αγάπησα. Απ’ ούλα τα προξενιά που μου κάμανε, το δικό σου αγάπησα πούλιο45! –εδεπά ο Κωνσταντάκης δάγκωσε τ’ αχείλι του–. Δεν είμαστε ούλοι σαν τον αδερφό σου τον Αντρέα και τη γυναίκα του την Πηνελόπη, που την είδε και την ερωτεύτηκε! Ντούνκουε, τ’ αποφάσισα. Θα πάω τώρα για συγχαρίκια στη σιόρα Μπεμπέτα!

—Άντζολά μου, τι να σου πω! Ο Θεός βοηθός!

 

—Ζαμπελάκι! Πού είσαι, Ζαμπελάκι;

—Ορίστε, κυρά, μισό λεπτό, απάντησε το Ζαμπελάκι, που άφησε το φτερό46 και το ξεσκονόπανο για να πάει δελέγκου47 στη σιόρα Άντζολα.

—Άκου με προσεχτικά, Ζαμπελάκι. Θα φορέσεις τα καλά σου και θα πας στη σιόρα Μπεμπέτα την  Παναγάκαινα, και θα τση πεις καθαρά, κομπολογάτα, όχι μονοκοπανιά: «Καλήν ημέρα να έχετε, σιόρα Μπεμπέτα. Μ’ έστειλε η κυρά μου, η σιόρα Άντζολα, να σας ειπώ πολλά χαιρετίσματα και να ερωτήσω αν σας είναι  βολικό να σας βιζιτάρει η κυρά μου την Πέμπτη στις έξι το απόγευμα ή όποτε θέλετε εσείς». Για να δούμε τώρα, τι θα πεις στη σιόρα Μπεμπέτα;

Ακολούθησαν διάφορες σκηνές, αρκετά κωμικές, αν τσι έβλεπε κανείς, με την Άντζολα σε ρόλο σκηνοθέτη θιάσου να ορμηνεύει48 το Ζαμπελάκι:

—Όχι έτσι, Ζαμπελάκι μου, στητή, μην καμπουριάζεις, μην κοιτάς στα μάτια, όχι με μια ανάσα, δε σε κυνηγάει κανένας. Μη λαχανιάζεις! Ξανά, τι είπαμε θα πεις;

Έφτασε η μέρα τση βίζιτας κι η σιόρα Άντζολα ντύθηκε, παρφουμαρίστηκε, σημαιοστολίστηκε και συνοδευόμενη από την Ανεζίνα, χτύπησε τον μπαταδούρο49 του πορτονιού του Κοσπετέικου. Άνοιξε η Μαργαρίτα, έμεινε η Ανεζίνα στο ιντρόιτο50, πέρασε η Άντζολα στο σαλόνι και εμφανίσθηκε η σιόρα Μπεμπέτα, τάχα μου εγκάρδια, αλλά στο βάθος φιδοτρωότουνε51 τι να γυρεύει η φιλενάδα τση η Άντζολα. Ακολούθησαν χαιρετισμοί, ασπασμοί –στον αέρα, να μη φύγει η πούδρα τση Βισβάρδαινας52–, κομπλιμέντα και τυπικές κουβέντες, ούλα σκηνοθετημένα και χορογραφημένα, και κάποια στιγμή η Άντζολα, αφού έφαγε σπιτικό κομφέτο53 από μούστο και σύκα και ήπιε τεντούρα54 του Πολυκαλά55, από το κρουσταλένιο μπικερίνι, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:

—Ίσως και να πρόσεξες, Μπεμπέτα μου, ότι τόμου αρραβωνιάστηκε η Φορτουνάτα, δεν ήρτα για τα συγχαρίκια, παρόλο που ξέρεις τι στίμα56 και τι αγάπη σου έχω. Όμως ακριβώς επειδή σ’ αγαπάω, γι’ αυτό και έρχομαι τώρα. Όσο κι αν είναι παράξενο, τώρα είναι η σωστή ώρα για συγχαρίκια, γιατί η Φορτουνάτα γλύτωσε από έναν άνθρωπο που θα τση μαύριζε τη ζωή, θα τη χαντάκωνε, έναν τζογαδόρο, ένα υποκείμενο που θα τση έτρωγε την προίκα τσι μαντενούτες57 που…

Η σιόρα Μπεμπέτα σηκώθηκε απ’ τον καναπέ εμβρόντητη και άσπρη σαν το πανί.

—Μη συνεχίζεις, σε παρακαλώ, Άντζολά μου!

—Μα θέλω να πω, Μπεμπέτα μου, να μη στενοχωριέσαι γιατί…

—Σταμάτα, σου λέω, Άντζολά μου! Σταμάτα! Τα ξαναφτιάξανε τα παιδιά!

Η Άντζολα σταμάτησε, η καρδία τση σταμάτησε, η ώρα σταμάτησε, ούλα σταμάτησαν. Ούτε κατάλαβε πώς χαιρέτισε τη σιόρα Μπεμπέτα και πώς βρέθηκε στον δρόμο με την Ανεζίνα. Ευτυχώς τη χτύπησε λίγος φρέσκος αέρας κι άρχισε να συνέρχεται. Τση φάνηκε λίγο περίεργο, καθώς περπατούσαν οι ώμοι τση Ανεζίνας σαν να ανεβοκατέβαιναν λιγουλάκι. Δεν ήτουνε όμως λόξιγκας, η Ανεζίνα προσπαθούσε να πνίξει ένα γέλιο που της ανέβαινε ορμητικά στον λαιμό. Γι’ αυτό δεν μπορούσε και να μιλήσει. Πρώτη βολά έβλεπε με τα μάτια τση η Ανεζίνα αυτό που λένε «βρεμένη γάτα». Έμεινε το πάθημα τση Άντζολας στην οικογένεια σαν το «κάζο τση Άντζολας» κι αγαπημένο θέμα για την αξία τση ειλικρίνειας. 


1.Ανεζίνα = φανταστικό πρόσωπο. Οικονόμος και μαγείρισσα του σπιτιού. Προσφυγάκι στο Παλέρμο μετά την καταστροφή της Χίου, όπου εργάσθηκε για επτά χρόνια στην κουζίνα του (φανταστικού) παλάτσο Τρινάκρια. Βλ. σημειώσεις «Ο Κέφαλος».

2.Μονσού Ζεράρ = σικελική παραφθορά του (φανταστικού)  monsieur Gerard, Γάλλου σεφ του επίσης φανταστικού παλάτσο Τρινάκρια.

3.Σαλότο = σαλονάκι.

4.Σπετσιέρης = φαρμακοποιός με την κυριολεκτική έννοια. Τα φαρμακεία στα Επτάνησα, αλλά και στην Πάτρα, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ήσαν αληθινά «στέκια» όχι μόνο των γιατρών, αλλά και των διανοουμένων της εποχής.

5.Γεράσιμος Τσιτσέλης =  Ένας από τους πέντε φαρμακοποιούς του Ληξουρίου στα μέσα του 19ου αιώνα.

6.Κοσπέτος = παρατσούκλι του (φανταστικού) σιορ Παναγή. Θαυμαστικό επιφώνημα «κοσπέτο!» που ο σιορ Παναγής έλεγε συχνά. Προέρχεται από την έκφραση «κοσπέτο ντι Μπάκο» (aspetto di Baccho μετ. όψη του Βάκχου).

7.Όσκε = όχι.

8.Τόμου = όταν.

9.Παπάκης = πατέρας (υποκοριστικό).

10.Λιθόστρωτο = κεντρικός εμπορικός δρόμος του Αργοστολιού.

11.Ρισπετάδος = άξιος σεβασμού.

12.Μεγάλη τζόγια = μεγάλη χαρά. Εν προκειμένω όμως, σημαίνει το αντίθετο, «μεγάλο υποκείμενο».

13.Εδεπά = εδωπέρα.

14.Σιάξουνε = να φτιάξουνε.

15.Ιναμοράτα = ερωτευμένη.

16.Μπριχού = πριν.

17.Πάει α μόντε = τελειώσει άδοξα. Μόντε ντι Πιετά (όρος του ελέους) ήταν η παράδοξη ονομασία του (βενετσιάνικου) ενεχειροδανειστηρίου, όπου πράγματα αξίας καταλήγουν άδοξα.

18.Ζαμπελάκι = Ζαμπέλα (φανταστικό πρόσωπο), ψυχοκόρη του σπιτιού.

19.Ινφορματσιόνας = πληροφορίας.

20.Κονσίλιο των δέκα = το τρομερό συμβούλιο των δέκα. Πανίσχυρο όργανο της Δημοκρατίας της Βενετίας, αρμόδιο για θέματα κρατικής ασφάλειας και προστασίας του πολιτεύματος.

21.Ατζάρδο = τόλμημα, παλληκαριά.

22.Τσιτάτο = ρητό.

23.Εικοσάφραγκο Ναπολεόνι = χρυσό γαλλικό νόμισμα επί Μεγ. Ναπολέοντα (κόπηκε 1809-1814), αλλά κυρίως επί Ναπολέοντα του 3ου (κόπηκε 1853-1870). Ο Ναπολέων ο 3ος (ο 2ος ήταν ο γιος τού Μεγ. Ναπολέοντα που χρίστηκε απ’ τον πατέρα του «βασιλιάς της Ρώμης») υπήρξε αυτό που λένε «βίος και πολιτεία». Ανιψιός του Μεγ. Ναπολέοντα, υπήρξε με τη σειρά, επαναστάτης (1848), πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας (1848-1852), και αυτοκράτορας των Γάλλων (1852-1871) μετά από πραξικόπημα!

24.Βικτώριες = οι «γνωστές» αγγλικές χρυσές λίρες. Εν προκειμένω, με τη μορφή της βασίλισσας Βικτωρίας (από το 1838).

25.Δεκάρα δίμαρκη = παραχαραγμένη δεκάρα με τη μορφή του Γεωργίου του Α΄, βασιλέως των Ελλήνων, και στις δύο όψεις, εξ ου και «δίμαρκη». Για κάποιο λόγο οι «μάγκες» αποκαλούσαν τον βασιλιά «Μάρκο». Την κάλπικη αυτή δεκάρα χρησιμοποιούσαν ταχυδακτυλουργικά μικροαπατεώνες σε τυχερά παιχνίδια της εποχής. Σημαίνει και αυτόν που κινείται στα όρια ή και εκτός της νομιμότητας.

26.Ντούνκουε = λοιπόν.

27.Emulsione = γαλάκτωμα. Εν προκειμένω, όρος μαγειρικής και όχι καλλυντικό.

28.Εmulsionante = γαλακτωματοποιητής. Η ουσία που σταθεροποιεί (και καθιστά γαλάκτωμα) ένα ασταθές μείγμα (μείγμα όπου τα υλικά του δεν ενώνονται χημικά π.χ. λαδολέμονο).

29.Αστόησα = λησμόνησα.

30.Νοβιτές = νέα.

31.Βασιλιά Γεώργιο = ο Δανός πρίγκιπας, μετέπειτα βασιλεύς των Ελλήνων, Γεώργιος ο Α΄, γεννήθηκε το 1845, βασίλεψε από το 1863, δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1913. Επί βασιλείας του (21 Μαΐου 1864 η έπαρση της ελληνικής σημαίας) ενώθηκαν τα Επτάνησα με την Ελλάδα μετά από συνθήκη των Μεγάλων Δυνάμεων το 1863.

32.Τσέρτο = σίγουρα, βέβαια.

33.Καφενείο του Δρόσου = Το ένα από τα δύο καφενεία στον παραλιακό δρόμο του Ληξουρίου και το πιο «λαϊκό». Το άλλο ήταν του Ζαχαρένιου, στα μέσα του 19ου αιώνα.

34.Σέμπρος = ο επίμορτος αγρολήπτης. Ο μισθωτής κτήματος με μίσθωμα ποσοστό επί της γεωργικής παραγωγής.

35.Φάρσα = ημιορεινό χωριό κοντά στο Αργοστόλι.

36.Μπομπή = παραφθορά του πομπή, που σημαίνει εν προκειμένω ντροπή, από την εποχή που η δημόσια διαπόμπευση του καταδικασθέντος ήταν είδος ποινής.

37.Τύχη μασκαρεμένη = τύχη μεταμφιεσμένη σε ατυχία. Όταν κάτι εμφανίζεται ως ατυχία, ενώ στην ουσία είναι τύχη. Blessing in disguise, κατά την αγγλική έκφραση.

38.Ρισπέτο = σεβασμός.

39.Κουρλαμάρες = τρελά πράγματα.

40.Λιμπραρία = βιβλιοθήκη.

41.Κάπο ντ’ όπερα = κυριολεκτικά, κορυφαία στιγμή της όπερας, αλλά χρησιμοποιείται με την αντίθετη έννοια, ως κάτι το πολύ ιδιόρρυθμο και συνάμα κωμικό.

42.Μέντε = μυαλά.

43.Λιμπρετίστες = οι συγγραφείς του κειμένου (λιμπρέτου) όπερας, οι οποίοι μαζί με  τους συνθέτες της μουσικής είναι οι δημιουργοί του έργου. Βέβαια, όλοι θυμούνται τον Βέρντι και λίγοι τον Πιάβε. Ο όρος χρησιμοποιείται μόνο στο λυρικό θέατρο (γιατί το κείμενο πρέπει να ταιριάζει στις νότες) και όχι στο θέατρο πρόζας.

44.Καπιτάρισε = συνέβη. Με την έννοια «τους ήρθε κατακέφαλα».

45.Πούλιο = πολύ, περισσότερο.

46.Φτερό = εργαλείο ξεσκονίσματος, όπου στην άκρη ενός μικρού στυλιαριού δένονται διάφορα φτερά.

47.Δελέγκου = αμέσως, γρήγορα.

48.Ορμηνεύει = συμβουλεύει.

49.Μπαταδούρος = μπρούτζινο ή σιδερένιο ρόπτρο (χτυπητήρι) εξώπορτας.

50.Ιντρόιτο = είσοδος, χολ σπιτιού.

51.Φιδοτρωότουνε = την έτρωγαν τα φίδια, ανησυχούσε.

52.Πούδρα τση Βισβάρδαινας = μάρκα ζακυνθινού καλλυντικού.

53.Κομφέτο = σπιτικό γλυκό.

54.Τεντούρα = ηδύποτο (λικέρ) βενετσιάνικης καταγωγής σε χρήση στα Επτάνησα και Πάτρα, με κυρίαρχη γεύση κανέλας.

55.Πολυκαλά = κεφαλονίτικο ποτοποιείο, που αργότερα άνοιξε και στον Πειραιά. Υπάρχει και σήμερα.

56.Στίμα = εκτίμηση.

57.Μαντενούτες = οι ερωμένες των οποίων τα έξοδα έχουν αναλάβει οι εραστές τους (βλ. και σημείωση στην ιστορία «Κέφαλος»).

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (ΝΤΙΝΟΣ) ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ  του Ανδρέα, ληξουριώτικης καταγωγής, γεννήθηκε στην Πάτρα το 1945. Διέμενε κοντά στα Ψηλαλώνια, μία αγαπημένη πλατεία της πόλης.

Ήλθε στην Αθήνα το 1959, τη χρονιά που κτίζεται η πρώτη πολυκατοικία στην Πάτρα.

Είναι παντρεμένος και διαμένει στη Δροσιά Αττικής. Έχει δύο παιδιά, τη Μελισσάνθη και τον Ανδρέα.

Σπούδασε νομικά, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Υπηρέτησε τη θητεία του στον Ελληνικό Στρατό (Πυροβολικό).

Παρακολούθησε μαθήματα ναυτικού δικαίου του καθηγητή N. Healy στο NYU, στη Νέα Υόρκη, όπου και εργάσθηκε στην ίδια πόλη, στο δικηγορικό γραφείο Healy & Baillie.

Δικηγόρησε στην Αθήνα και τον Πειραιά.

Είναι επίτιμος δικηγόρος Αθηνών παρ’ Αρείω Πάγω.

Του έχει απονεμηθεί ο Ανώτερος Ταξιάρχης του Τάγματος του Αγίου Σάββα από τον Πατριάρχη

Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής.

Έχει βραβευθεί από τον υπουργό εξωτερικών της Ιαπωνίας για την προώθηση των ελληνοϊαπωνικών σχέσεων.

 

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΝΤΙΝΟΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ

Έτος έκδοσης: 2020

ISBN: 978-960-438-231-6

Σελίδες: 144  Τιμή: € 12,72


Σχόλια για το βιβλίο: 9
  • Γιώργος Μανάκος
    18 Ιουνίου 2020
    #1

    Οκτώ υπέροχες και χαρουμενες ιστορίες, με φόντο την Κεφαλονιά του 18ου και του 19ου αιώνα. Το Κεφαλονίτικο γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και η Κεφαλονίτικη..οπτική των καταστάσεων είναι μοναδικά. Βρίσκεις μέσα στις ιστορίες, πάρα πολλά στοιχεία από όλες τις πλευρές της ζωής του νησιού, εκείνης της περιόδου. Η ταβέρνα του Αγγελοδιονύση, θα ήθελα να υπάρχει και να έχει τραπέζια για όλους μας και όχι μόνο για τους Κεφαλονίτες.. Λατρεύω τον Παπαδιαμάντη στην καθαρεύουσα και ομολογώ ότι αυτό το βιβλίο μου τον θύμισε έντονα. Μπράβο στον συγγραφέα!

  • Γιώργος Παπαγεωργίου
    19 Ιουνίου 2020
    #2

    Είναι μία συλλογή εντελώς πρωτότυπων και ευχάριστων διηγημάτων, που αφορούν την Κεφαλονιά των περασμένων αιώνων. Τα περισσότερα είναι αληθινές ιστορίες, που ο συγγραφέας διασώζει από διηγήσεις του πατέρα του και αφορούν πρόσωπα της οικογένειας του σπουδαίου ποιητή και προπάππου του, Ανδρέα Λασκαράτου. Στολισμένα με λεπτό χιούμορ και εκφρασμένα με το χαριτωμένο Κεφαλονίτικο ιδίωμα, τα διηγήματα προσφέρουν στον αναγνώστη εκτός από μια ευχάριστη ιστορία, πολλές πληροφορίες για τις κοινωνικές, γαστριμαργικές και πολιτιστικές συνήθειες της εποχής. Τέλος, η Κεφαλονίτικη μεταφυσική, μάς εκθέτει μια προοπτική….αιωνίου σωτηρίας αναπάντεχη αλλά και ελπιδοφόρα. Εύχομαι στον συγγραφέα, του οποίου έχω το προνόμιο να είμαι παιδικός φίλος, να είναι καλοτάξιδο

  • ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΠΑΡΟΝ»
    28 Οκτωβρίου 2020
    #3

    Κεφαλονίτικη Mεταφυσική, Οκτώ μικρές ιστορίες
    Συγγραφέας ΝΤΙΝΟΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ

    Κεφαλονίτικες ιστορίες που ξεδιπλώνονται από το 1728 μέχρι το 1896, από το Ληξούρι και το Αργοστόλι μέχρι τη Λόντρα και την Πάτρα, πάνω στον πολιτικό ανεμοστρόβιλο που ξέσπασε στο νησί όταν έπεσε η Βενετιά, πάνω στα ήθη και έθιμα, στη σταφίδα, στο κρασί, στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στη μουσική, στο θέατρο, στη μαγειρική και στο μυστικό που λέει τι γίνονται οι Κεφαλονίτες άμα πάνε καλιά τσου.
    Ένα άγνωστο φωτογραφικό πορτραίτο του Ανδρέα Λασκαράτου, σε πολύ νεαρότερη ηλικία από αυτήν της γνωστής φωτογραφίας που κυκλοφορεί, βοηθάει στο ζωντάνεμα της εποχής και των διασκεδαστικών ιστοριών που αφορούν τους γονείς του και τον αδελφό του.
    Τις κεφαλονίτικες ιστορίες μπορούν να τις διαβάσουν (με δικό τους ρίσκο) και κανονικοί άνθρωποι.

    Απόσπασμα βιβλίου:
    —Ζαμπελάκι! Πού είσαι, Ζαμπελάκι;
    —Ορίστε, κυρά, μισό λεπτό, απάντησε το Ζαμπελάκι, που άφησε το φτερό46 και το ξεσκονόπανο για να πάει δελέγκου47 στη σιόρα Άντζολα.
    —Άκου με προσεχτικά, Ζαμπελάκι. Θα φορέσεις τα καλά σου και θα πας στη σιόρα Μπεμπέτα την Παναγάκαινα, και θα τση πεις καθαρά, κομπολογάτα, όχι μονοκοπανιά: «Καλήν ημέρα να έχετε, σιόρα Μπεμπέτα. Μ’ έστειλε η κυρά μου, η σιόρα Άντζολα, να σας ειπώ πολλά χαιρετίσματα και να ερωτήσω αν σας είναι βολικό να σας βιζιτάρει η κυρά μου την Πέμπτη στις έξι το απόγευμα ή όποτε θέλετε εσείς». Για να δούμε τώρα, τι θα πεις στη σιόρα Μπεμπέτα; Ακολούθησαν διάφορες σκηνές, αρκετά κωμικές, αν τσι έβλεπε κανείς, με την Άντζολα σε ρόλο σκηνοθέτη θιάσου να ορμηνεύει48 το Ζαμπελάκι:
    —Όχι έτσι, Ζαμπελάκι μου, στητή, μην καμπουριάζεις, μην κοιτάς στα μάτια, όχι με μια ανάσα, δε σε κυνηγάει κανένας. Μη λαχανιάζεις! Ξανά, τι είπαμε θα πεις; Έφτασε η μέρα τση βίζιτας κι η σιόρα Άντζολα ντύθηκε, παρφουμαρίστηκε, σημαιοστολίστηκε και συνοδευόμενη από την Ανεζίνα, χτύπησε τον μπαταδούρο49 του πορτονιού του Κοσπετέικου. Άνοιξε η Μαργαρίτα, έμεινε η Ανεζίνα στο ιντρόιτο50, πέρασε η Άντζολα στο σαλόνι και εμφανίσθηκε η σιόρα Μπεμπέτα, τάχα μου εγκάρδια, αλλά στο βάθος φιδοτρωότουνε51 τι να γυρεύει η φιλενάδα τση η Άντζολα. Ακολούθησαν χαιρετισμοί, ασπασμοί –στον αέρα, να μη φύγει η πούδρα τση Βισβάρδαινας52–, κομπλιμέντα και τυπικές κουβέντες, ούλα σκηνοθετημένα και χορογραφημένα, και κάποια στιγμή η Άντζολα, αφού έφαγε σπιτικό κομφέτο53 από μούστο και σύκα και ήπιε τεντούρα54 του Πολυκαλά55, από το κρουσταλένιο μπικερίνι, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε:
    —Ίσως και να πρόσεξες, Μπεμπέτα μου, ότι τόμου αρραβωνιάστηκε η Φορτουνάτα, δεν ήρτα για τα συγχαρίκια, παρόλο που ξέρεις τι στίμα56 και τι αγάπη σου έχω. Όμως ακριβώς επειδή σ’ αγαπάω, γι’ αυτό και έρχομαι τώρα. Όσο κι αν είναι παράξενο, τώρα είναι η σωστή ώρα για συγχαρίκια, γιατί η Φορτουνάτα γλύτωσε από έναν άνθρωπο που θα τση μαύριζε τη ζωή, θα τη χαντάκωνε, έναν τζογαδόρο, ένα υποκείμενο που θα τση έτρωγε την προίκα τσι μαντενούτες57 που… Η σιόρα Μπεμπέτα σηκώθηκε απ’ τον καναπέ εμβρόντητη και άσπρη σαν το πανί.
    —Μη συνεχίζεις, σε παρακαλώ, Άντζολά μου! —Μα θέλω να πω, Μπεμπέτα μου, να μη στενοχωριέσαι γιατί…
    —Σταμάτα, σου λέω, Άντζολά μου! Σταμάτα! Τα ξαναφτιάξανε τα παιδιά! Η Άντζολα σταμάτησε, η καρδία τση σταμάτησε, η ώρα σταμάτησε, ούλα σταμάτησαν. Ούτε κατάλαβε πώς χαιρέτισε τη σιόρα Μπεμπέτα και πώς βρέθηκε στον δρόμο με την Ανεζίνα. Ευτυχώς τη χτύπησε λίγος φρέσκος αέρας κι άρχισε να συνέρχεται. Τση φάνηκε λίγο περίεργο, καθώς περπατούσαν οι ώμοι τση Ανεζίνας σαν να ανεβοκατέβαιναν λιγουλάκι. Δεν ήτουνε όμως λόξιγκας, η Ανεζίνα προσπαθούσε να πνίξει ένα γέλιο που της ανέβαινε ορμητικά στον λαιμό. Γι’ αυτό δεν μπορούσε και να μιλήσει. Πρώτη βολά έβλεπε με τα μάτια τση η Ανεζίνα αυτό που λένε «βρεμένη γάτα». Έμεινε το πάθημα τση Άντζολας στην οικογένεια σαν το «κάζο τση Άντζολας» κι αγαπημένο θέμα για την αξία τση ειλικρίνειας.

    ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ: 46.Φτερό = εργαλείο ξεσκονίσματος, όπου στην άκρη ενός μικρού στυλιαριού δένονται διάφορα φτερά. 47.Δελέγκου = αμέσως, γρήγορα. 48.Ορμηνεύει = συμβουλεύει. 49.Μπαταδούρος = μπρούτζινο ή σιδερένιο ρόπτρο (χτυπητήρι) εξώπορτας. 50.Ιντρόιτο = είσοδος, χολ σπιτιού. 51.Φιδοτρωότουνε = την έτρωγαν τα φίδια, ανησυχούσε. 52.Πούδρα τση Βισβάρδαινας = μάρκα ζακυνθινού καλλυντικού. 53.Κομφέτο = σπιτικό γλυκό. 54.Τεντούρα = ηδύποτο (λικέρ) βενετσιάνικης καταγωγής σε χρήση στα Επτάνησα και Πάτρα, με κυρίαρχη γεύση κανέλας. 55.Πολυκαλά = κεφαλονίτικο ποτοποιείο, που αργότερα άνοιξε και στον Πειραιά. Υπάρχει και σήμερα. 56.Στίμα = εκτίμηση. 57.Μαντενούτες = οι ερωμένες των οποίων τα έξοδα έχουν αναλάβει οι εραστές τους (βλ. και σημείωση στην ιστορία «Κέφαλος»).

    Πηγή: https://www.paron.gr/2020/10/24/quot-kefalonitiki-metafysiki-quot-okto-mikres-istories/

  • ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΜΑΡΥΣΙΑ
    28 Οκτωβρίου 2020
    #4

    «Κεφαλονίτικη Μεταφυσική» είναι ο τίτλος του τρίτου, μέσα σε 2 χρόνια, βιβλίου του Ντίνου Λασκαράτου (απόγονου του Ανδρέα Λασκαράτου), ο οποίος αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή του, από τη δικηγορία, στην οποία διέπρεψε και βραβεύτηκε, στράφηκε με πάθος στη συγγραφή αξιοσημείωτων βιβλίων.

    Το νέο του πόνημα περιλαμβάνει οκτώ κεφαλονίτικες ιστορίες, οι οποίες ξεδιπλώνονται από το 1728 μέχρι το 1896 και διαδραματίζονται από το Ληξούρι και το Αργοστόλι μέχρι τη Λόντρα και την Πάτρα, πάνω στον πολιτικό ανεμοστρόβιλο που ξέσπασε στο νησί όταν έπεσε η Βενετιά. Πάνω στα ήθη και στα έθιμα, στη σταφίδα, στοκρασί, στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στη μουσική, στο θέατρο, στη μαγειρική και στο μυστικό που λέει τι γίνονται οι Κεφαλονίτες «άμα πάνε καλιά τσου».

    Περιλαμβάνει και ένα άγνωστο φωτογραφικό πορτρέτο του Ανδρέα Λασκαράτου σε πολύ νεότερη ηλικία από αυτήν της γνωστής φωτογραφίας που κυκλοφορεί και βοηθάει στο ζωντάνεμα της εποχής και των διασκεδαστικών ιστοριών που αφορούν τους γονείς του και τον αδελφό του.

    Η «Κεφαλονίτικη Μεταφυσική» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Περίπλους – Διονύσης Βίτσος» και είναι γραμμένο στη γλώσσα της εποχής, με αναλυτικό ερμηνευτικό λεξιλόγιο για την κατανόηση κάθε ιστορίας από τους μη μυημένους.
    Όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας: «Τις κεφαλονίτικες ιστορίες μπορούν να τις διαβάσουν (με δικό τους ρίσκο) και κανονικοί άνθρωποι».

    https://amarysia.gr/vivlio/%ce%ba%ce%b5%cf%86%ce%b1%ce%bb%ce%bf%ce%bd%ce%af%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%b7-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%b1%cf%86%cf%85%cf%83%ce%b9%ce%ba%ce%ae

  • ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΩΝ -ΜΑΓΔΑ ΚΛΑΥΔΙΑΝΟΥ
    10 Νοεμβρίου 2020
    #5

    Οκτώ κεφαλονίτικες ιστορίες που ξεδιπλώνονται από το 1728 μέχρι το 1896.
    «Κεφαλονίτικη Μεταφυσική» είναι ο τίτλος του τρίτου, μέσα σε δύο χρόνια, βιβλίου του Ντίνου Λασκαράτου (απόγονου του Ανδρέα Λασκαράτου), ο οποίος, αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή του από τη δικηγορία, στην οποία διέπρεψε και βραβεύτηκε, στράφηκε με πάθος στη συγγραφή αξιοσημείωτων βιβλίων.

    Το νέο του πόνημα περιλαμβάνει οκτώ κεφαλονίτικες ιστορίες, οι οποίες ξεδιπλώνονται από το 1728 μέχρι το 1896 και διαδραματίζονται από το Ληξούρι και το Αργοστόλι μέχρι τη Λόντρα και την Πάτρα, πάνω στον πολιτικό ανεμοστρόβιλο που ξέσπασε στο νησί όταν έπεσε η Βενετιά. Πάνω στα ήθη και τα έθιμα, τη σταφίδα, το κρασί, το εμπόριο, τη ναυτιλία, τη μουσική, το θέατρο, τη μαγειρική και το μυστικό που λέει τι γίνονται οι Κεφαλονίτες «άμα πάνε καλιά τσου».

    Περιλαμβάνει και ένα άγνωστο φωτογραφικό πορτρέτο του Ανδρέα Λασκαράτου σε πολύ νεότερη ηλικία από αυτήν της γνωστής φωτογραφίας που κυκλοφορεί και βοηθάει στο ζωντάνεμα της εποχής και των διασκεδαστικών ιστοριών που αφορούν τους γονείς του και τον αδελφό του.

    Η «Κεφαλονίτικη Μεταφυσική» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Περίπλους – Διονύσης Βίτσος» και είναι γραμμένο στη γλώσσα της εποχής, με αναλυτικό ερμηνευτικό λεξιλόγιο για την κατανόηση κάθε ιστορίας από τους μη μυημένους. Οπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, «Τις κεφαλονίτικες ιστορίες μπορούν να τις διαβάσουν (με δικό τους ρίσκο) και κανονικοί άνθρωποι».

  • ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΠΟΣΤΑΚΤΗΡΙΟ
    10 Νοεμβρίου 2020
    #6

    “Κεφαλονίτικη Μεταφυσική”του Ντίνου Λασκαράτου, Εκδόσεις Περίπλους
    Written by apostaktirio team

    Κεφαλονίτικη Μεταφυσική"του Ντίνου Λασκαράτου, Εκδόσεις Περίπλους
    “Κεφαλονίτικη Μεταφυσική”του Ντίνου Λασκαράτου, Εκδόσεις Περίπλους

    Οκτώ γλαφυρές ιστορίες της οικογενείας του γνωστού σατιρικού ποιητή και πεζογράφου, Ανδρέα Λασκαράτου, που αποτυπώνουν με κέφι και μπρίο τα χαρακτηριστικά της κεφαλονίτικης πολιτισμικής παράδοσης και ιδιοσυγκρασίας. Τα διηγήματα απευθύνονται και σε μη Κεφαλονίτες.

    Κεφαλονίτικες ιστορίες που ξεδιπλώνονται από το 1728 μέχρι το 1896, από το Ληξούρι και το Αργοστόλι μέχρι τη Λόντρα και την Πάτρα, πάνω στον πολιτικό ανεμοστρόβιλο που ξέσπασε στο νησί όταν έπεσε η Βενετιά, πάνω στα ήθη και έθιμα, στη σταφίδα, στο κρασί, στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στη μουσική, στο θέατρο, στη μαγειρική και στο μυστικό που λέει τι γίνονται οι Κεφαλονίτες άμα πάνε καλιά τσου.

    Ένα άγνωστο φωτογραφικό πορτραίτο του Ανδρέα Λασκαράτου, σε πολύ νεαρότερη ηλικία από αυτήν της γνωστής φωτογραφίας που κυκλοφορεί, βοηθάει στο ζωντάνεμα της εποχής και των διασκεδαστικών ιστοριών που αφορούν τους γονείς του και τον αδελφό του.

    Τις κεφαλονίτικες ιστορίες μπορούν να τις διαβάσουν (με δικό τους ρίσκο) και κανονικοί άνθρωποι.

  • ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ- ΕΦ. ΕΣΤΙΑ
    24 Νοεμβρίου 2020
    #7

    Ντίνος Λασκαράτος, «Κεφαλονίτικη Μεταφυσική» Οκτώ μικρές ιστορίες (εκδ. Περίπλους Διονύσης Βίτσος, σελ. 144, ευρώ 12,72).
    Κριτική παρουσίασις: Χαρίκλεια Γ. Δημακοπούλου
    Χειμωνιάσαμε αρκετά, έτσι ώστε ο εγκλεισμός να μην αποτελή πλέον «τιμωρία» αλλά ευχάριστη λύση για όταν δεν θέλουμε να βγούμε από το σπίτι τις συννεφιασμένες ήμερες. Ένα καλό βιβλίο, ένα φλυτζάνι καφέ ή τσάι και θέρμανση κατά το δοκούν, συνθέτουν τα πολλά βράδυα μας. Βράδυα ευχάριστα και γεμάτα θαλπωρή…
    Ο συγγραφεύς, εγγονός τού αδελφού του μεγάλου Κεφαλονίτη ποιητού Ανδρέα Λασκαράτου, ειδοποιεί τον αναγνώστη:
    «Τις Κεφαλονίτικες ιστορίες» μπορούν να τις διαβάσουν (με δικό τους ρίσκο) και κανονικοί άνθρωποι», δείχνοντας ότι, αν μη τι άλλο, έχει κληρονομήσει το σατιρικό πνεύμα του διασήμου προγόνου του!
    Κατά τα λοιπά ο συγγραφεύς είναι δικηγόρος ειδικευμένος στα ναυτιλιακά και αγαπητός φίλος, ενώ έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην σύσφιγξη των σχέσεων Ελλάδος Ιαπωνίας σε πολλούς τομείς.
    Οι οκτώ ιστορίες του βιβλίου διακρίνονται για το κεφαλλονίτικο πνεύμα τους. Είναι αφηγήσεις που ξεκινούν χρονικά από τα τέλη του 18ου αιώνος και φθάνουν μέχρι τα τέλη του 19ου, δηλαδή ιστορίες, που, είτε έπλασε ο συγγραφεύς, είτε ανέπλασε από τις διηγήσεις, που είχε ακούσει στο σπίτι του, από τους οικείους του. Ακόμη και αν δεν γνωρίζετε την κεφαληνιακή διάλεκτο (ντοπιολαλιά την λένε τώρα), δεν είναι δύσκολο να παρακολουθήσετε τα κείμενα, καθώς στο τέλος εκάστου με την μορφή σημειώσεων ο συγγραφεύς προσφέρει όλες τις δυνατές εξηγήσεις, γλωσσικές και ιστορικές.
    Το βιβλίο εγγυάται ώρες ευχάριστες και ταυτοχρόνως ενδιαφέρουσες. Όσο για τους φιλολόγους και τους Ιστορικούς, ο κ. Λασκαράτος δημοσιεύει και μία άγνωστη και ανέκδοτη φωτογραφία του Ανδρέα Λασκαράτου από το οικογενειακό του αρχείο, που τον εικονίζει πολύ νεώτερο από ό,τι τον γνωρίζουμε μέχρι στιγμής και δείχνει το μαχητικό του πρόσωπο πριν ίσως από πίκρες και δυσκολίες.
    Ας προσθέσω ότι εγέλασα πολύ με πολλά από τα διηγήματά του τόμου, κυρίως με το τελευταίο, προφανώς ανάμνηση του πάππου του Γερασιμάκη Λασκαράτου, ιατρού στην Πάτρα του τέλους του 19ου αι., αλλά και χωρατατζή ,όπως είναι ανεπανόρθωτα οι περισσότεροι Επτανήσιοι. Η θεραπεία της δυσεντερίας δια κιθαρισμών και καντάδας είναι μία .. .ανεξερεύνητη ακόμη μέθοδος που πρέπει να προσεχθή!
    Όσο για την συνεχή αναφορά σε μουσική, άριες από όπερες και τραγούδια τοπικά με την μορφή καντάδας ή άλλων μουσικών μορφών, συνθέτουν το σταθερό ακομπανιαμέντο των ιστοριών του βιβλίου, αλλά και τής παλαιότερης ζωής των Επτανησίων, κάτι που γνωρίζω καλά από την οικογενειακή δική μου παράδοση ! Παράδοση που μπορεί να είναι πολύ ευχάριστη, αλλά και κάπως εξωπραγματική στην σημερινή Αθήνα…
    ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ Γ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΣΤΙΑ», 21/22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020

  • ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
    9 Δεκεμβρίου 2020
    #8

    07/12/2020 [14:00]

    Κωνσταντίνος Λασκαράτος: Ενας Πατρινός, επτανησιακής καταγωγής

    «Κεφαλλονίτικη Μεταφυσική» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Κωνσταντίνου Λασκαράτου (Εκδόσεις Περίπλους Διονύσης Βίτσος), στο οποίο περιλαμβάνονται οκτώ μικρές ιστορίες. Γεννημένος στην Πάτρα το 1945, έφυγε για την Αθήνα το 1959, τη χρονιά που κτίζεται εδώ η πρώτη πολυκατοικία. Οταν μιλήσαμε για πρώτη φορά στο τηλέφωνο, ένα από τα πρώτα πράγματα που μας είπε είναι ότι ποτέ δεν αισθάνθηκε Αθηναίος, αλλά πάντα Πατρινός. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η κουβέντα μας.

    «Ποτέ δεν αισθάνθηκα Αθηναίος. Αισθάνομαι Πατρινός». Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που είπατε στο τηλέφωνο. Γιατί;
    Η οικογένειά μου είναι κεφαλλονίτικης και ιδιαίτερα ληξουριώτικης καταγωγής. Ο παππούς μου γιατρός, εγκαταστάθηκε στην Πάτρα το 1894, ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Πάτρα, εγώ γεννήθηκα στην Πάτρα και φύγαμε από την Πάτρα λόγω αλλαγής εργασίας του πατέρα μου το 1959, όταν ακόμα δεν υπήρχε καμία πολυκατοικία στην Πάτρα. Η Πάτρα τότε ήταν η ωραία πόλη με τα νεοκλασικά της, η πλατεία Γεωργίου με τα ωραία της τα κτίρια… Ηρθα στην Αθήνα και εδώ δεν αισθάνθηκα ότι ταίριαξα. Ούτε το σχολείο μου άρεσε, όπως στην Πάτρα όπου έβγαλα το 12ο Δημοτικό και δύο τάξεις του 2ου Γυμνασίου. Στην Αθήνα τα πράγματα ήταν πολύ σκληρά. Και τελικά δεν αισθάνθηκα ποτέ Αθηναίος. Αν με ρωτήσει κανείς τι είμαι θα πω Πατρινός επτανησιακής καταγωγής.

    Μιλάτε για μια Πάτρα τελείως διαφορετική. Μένατε κοντά στα Υψηλά Αλώνια, ένα σημείο αναφοράς για τους Πατρινούς.
    Μέναμε στην οδό Δημητρίου Υψηλάντου, σε ένα κτίριο που τώρα έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο, και σ’ αυτό είχα ωραίες αναμνήσεις. Από την ταράτσα του σπιτιού, όπου παίζαμε βλέπαμε την θάλασσα. Πηγαίναμε στην πλατεία Γεωργίου και τα κτίρια ήταν όμορφα και συμμετρικά. Το Δημοτικό Θέατρο δεν «πνιγόταν». Και ευτυχώς που στο τέλος σώθηκαν αρκετά κτίρια όμορφα της Πάτρας.

    Υπάρχουν κάποιες γωνιές που έχετε συνδέσει με την παιδική σας ηλικία;
    Οι γωνιές που έχω συνδέσει με την παιδική μου ηλικία είναι τα Υψηλά Αλώνια, βασικό στοιχείο της πατρινής καλοκαιρινής ζωής. Τότε τα Υψηλά Αλώνια είχαν όλα κι όλα δέκα μονοκατοικίες, υπήρχε ο τεράστιος χώρος που ήταν ο κινηματογράφος «Ζενίθ», είχε άλλους δύο μικρότερους κινηματογράφους, διάφορα μικρά κέντρα, ουζερί κ.λπ. Ενας άλλος άξονας ήταν η πλατεία Γεωργίου και η Μαιζώνος και μετά η Αγίου Νικολάου, όπου κατέβαινες μέχρι κάτω στον Μόλο, η αγαπημένη βόλτα των Πατρινών, με τον Φάρο στο τέλος και τα διάφορα ζαχαροπλαστεία, καφενεία και εστιατόρια στην Αγίου Νικολάου, ο «Παυλίδης», ο «Καραβίτης», το εστιατόριο του Ευαγγελάτου, το εστιατόριο του Majestic… Ηταν τόσο καθαρά τα νερά στην προβλήτα του Μώλου, που θυμάμαι ανθρώπους να καμακώνουν χταπόδια στην προβλήτα και άλλους να ψαρεύουν.

    Οταν επιστρέψατε για πρώτη φορά στην Πάτρα, τι ήταν αυτό που σας ενόχλησε πιο πολύ;
    Τα δυσανάλογα κτίρια, οι όγκοι τους, δίπλα σε αρχιτεκτονικά αριστουργήματα…

    Αυτό κάποιοι θα έλεγαν ότι πρόκειται για ένα είδος «προόδου».
    Η πρόοδος είναι ένα ποτάμι το οποίο δεν γυρίζει πίσω, αλλά πρέπει και την κοίτη των ποταμιών να την τιθασεύουμε, να κάνουμε αναχώματα, όχι να μας πνίξει το νερό του ποταμιού.

    Αρα τώρα η Πάτρα μοιάζει πνιγμένη;
    Ναι, ιδίως η πλατεία Γεωργίου, με πειράζει όταν την βλέπω. Γιατί το Δημοτικό Θέατρο είναι ένα κόσμημα. Και όχι μόνο αυτό αλλά και η οικία Παπαγιάννη, ο Εμπορικός Σύλλογος, ο Εσπερος όλα αυτά τα κτίρια.
    Μήπως έχετε ρομαντικοποιήσει λίγο την Πάτρα της εποχής, καθώς η παιδική ηλικία είναι πολύ σημαντική για έναν άνθρωπο.
    Ολοι ανήκουμε στην παιδική μας ηλικία. Σίγουρα την έχω ρομαντικοποιήσει, όπως έχω κάνει και με τις Ιτιές, του Τσαούση με την Παριζιάνα που πηγαίναμε με μπάνιο… Αλλά δεν μπορεί κανείς να μην το κάνει. Δεν λέω ότι όλα τότε ήταν καλά και ωραία.

    Ποια ήταν τα «αγκάθια» της εποχής για ένα παιδί που έμενε τότε στην Πάτρα;
    Αυτό που σήμερα θα το θεωρούσαν φτώχεια. Τότε εμείς δεν καταλαβαίναμε ότι ήμασταν φτωχοί σε σχέση με τα σημερινά. Πηγαίναμε σχολείο και με τα μαύρα παπούτσια, τα σκαρπίνια, που φοράγαμε κάναμε και γυμναστική. Δεν είχαμε φόρμες. Φορούσαμε ένα μπλε πανί με ένα λάστιχο που παρίστανε το σορτς… Δεν καταλαβαίναμε τότε σαν παιδιά ότι δεν είχαμε χρήματα για φόρμες κ.λπ. Ηταν όλα πολύ περιορισμένα, αλλά χωρίς να αισθανόμαστε ότι μας λείπει και κάτι. Για παράδειγμα, πρόλαβα την εποχή που στο Δημοτικό μοίραζαν κονσέρβες τυρί της αμερικανικής βοήθειας. Μια μέρα ξέχασα να το πάρω, πήγα σπίτι μου, γύρισε και ο πατέρας μου από τη δουλειά, και μου λέει «Δεν δώσανε τυρί σήμερα;». Λέω «δώσανε» και με ρωτάει «πού είναι;». Του απαντώ «το ξέχασα» και τότε μου λέει «ξέχασες το τυρί;». Τότε συνειδητοποίησα πόση σημασία είχε η κονσέρβα το τυρί που περιμέναμε…

    Κουβαλάτε και ένα βαρύ επώνυμο.
    Δεν υπάρχει κληρονομημένη αξία. Βέβαια, οφείλει κανείς να σέβεται ένα όνομα αν έχει ιστορία, χωρίς να κοιτά να το εξαργυρώσει.
    Ηταν ένα «βάρος» αυτό το όνομα;
    Εγώ είμαι δισέγγονος του αδελφού του. Ο Ανδρέας Λασκαράτος είχε δύο γιους, ο ένας δεν παντρεύτηκε και ο άλλος σε νεαρή ηλικία έφυγε από την Αμερική και έκτοτε δεν ακούσαμε τίποτα για αυτόν. Μεγάλωσα με μία αίσθηση αγάπης προς αυτόν τον άνθρωπο. Ακόμα υπάρχουν ορισμένοι που συνεχίζουν να τον παρεξηγούν για το αν πίστευε ή όχι – γιατί πίστευε… Υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι που πιστεύουν πως ήταν προτεστάντης ή δεν ήθελε το καλό της εκκλησίας. Δεν ήταν έτσι. Επίσης τον κατηγορούν ότι δεν ήθελε την ένωση της Ελλάδας. Και αυτό είναι λάθος. Την ήθελε αλλά με διαπραγματεύσεις, όχι άτσαλα.

    Ακολουθήσατε και εσείς τα βήματά του στην συγγραφή.
    Η συγγραφή είναι βαριά κουβέντα. Ο Ανδρέας Λασκαράτος, από νέος εγκατέλειψε το δικαστικό σώμα και την νομική επιστήμη και αφιερώθηκε στα γράμματα και κυρίως σε μία «πολεμική». Η συγγραφή για αυτόν ήταν ένα εργαλείο «πολεμικής» για να τοποθετήσει τις ιδέες του και αυτά που πίστευε. Εγώ έκανα μία καριέρα δικηγόρου και τώρα έχω αρχίσει και γράφω, χωρίς να θεωρώ ότι είμαι συγγραφέας. Εγραψα ένα βιβλίο με οκτώ κεφαλλονίτικες ιστορίες, διασκεδαστικές και αληθινές στη βάση τους.

    Πώς επιλέξατε αυτές τις ιστορίες και γιατί;
    Ακουγα από τον πατέρα μου, διάφορες ιστορίες, βιωματικές της οικογένειας. Και θεώρησα και μιας και οι Κεφαλλονίτες θεωρούνται ιδιοκτήτες της ιδιορρυθμίας και επειδή έχει χαθεί το τοπικό ιδίωμα, να γράψω ένα βιβλίο με κεφαλλονίτικες ιστορίες στο κεφαλλονίτικο παλιό ιδίωμα, με επεξηγήσεις, σημειώσεις και ιστορικές και γλωσσολογικές.

    Εχετε σκεφτεί να γράψετε και ένα βιβλίο για την Πάτρα;
    Είναι θέμα υλικού. Ιστορικός σαν τους Τριανταφύλλου και Θωμόπουλο δεν φιλοδοξώ ούτε και έχω και τις δυνατότητες πλέον να γίνω.

    Αν σας ζητούσα να κάνετε μια ευχή για το μέλλον, ποια θα ήταν;
    Μακάρι όταν τελειώσει ο κορονοϊός, η σπρωξιά που μας έδωσε προς μια νέα εποχή και νέα τεχνολογία να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.

  • Κεφαλληνιακά Χρονικά ΝΙΚΗ ΛΑΣΚΑΡΗ - ΜΠΑΛΑ
    29 Ιουλίου 2022
    #9

    Βιβλιοπαρουσίαση
    Κωνσταντίνος (Ντίνος) Λασκαράτος του Ανδρέα
    ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
    ΟΚΤΩ ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
    Εκδόσεις ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ/ Δ.ΒΙΤΣΟΣ. σελ. 144 Αθήνα 2020
    Νίκη Λάσκαρη – Μπάλλα
    Φιλόλογος
    Από τα προλεγόμενα του Ν. Λούντζη ξεχωρίζουμε ένα τμήμα,
    που περιλαμβάνει όσα πρέπει να γνωρίζουμε για την Επτανησιακή
    πολιτισμική ιδιοτυπία.
    Ο όρος «πολιτισμική ιδιοτυπία» δεν περιορίζεται σε ήθη και έθιμα,
    αλλά περιλαμβάνει και αυτό που θα ονομάζαμε τοπική ιδιοσυγκρασία∙ τη
    χαρακτηριστική ψυχολογική αντίδραση μιας κοινωνίας στις εξελίξεις της
    ζωής.
    Αν αναζητήσει κανείς το κύριο χαρακτηριστικό της επτανησιακής
    πολιτισμικής ιδιοτυπίας, θα κατέληγε σίγουρα στην «φιλοπαίγμονα
    ιδιοσυγκρασία». Σε μια ιδιοσυγκρασία δηλαδή η οποία στέκει κριτικά
    απέναντι στα γεγονότα, διακρίνει το κωμικό στοιχείο που κρύβεται σε
    πολλές σοβαρές καταστάσεις, αποκτά έτσι ελεύθερη στάση, και, τελικά,
    ιχνηλατεί τη φαιδρότητα, χαίρεται τη φαιδρότητα και πιστεύει στην
    κινητήρια φαιδρότητα του ανθρωπίνου δράματος γενικότερα.
    Από τα «Ερωτήματα» του συγγραφέα επιλέγουμε μια παράγραφο
    που σχετίζεται με τα παραπάνω:
    Ας με συγχωρήσει, παρακαλώ, ο φίλος αναγνώστης για την
    αναδρομή σε πρόσωπα της οικογένειάς μου. Αυτό συμβαίνει γιατί η
    προσέγγιση είναι βιωματική, μέσα από σπαρταριστές αφηγήσεις του πατέρα
    μου, που συνδύαζαν αγάπη και νοσταλγία για την παράδοση, ανάμικτη με
    ανατρεπτική σκέψη, σεβασμό στους προγόνους, αλλά και κριτική, και
    κυρίως ανάλαφρη και φιλοπαίγμονα διάθεση∙ αυτή την οπτική γωνία των
    πραγμάτων, που είναι το αλατάκι στην έκφραση της κεφαλονίτικης σκέψης.
    Έχοντας ήδη μια ιδέα, στη συνέχεια αναφερόμαστε στην
    Κεφαλονίτικη Μεταφυσική, ένα όμορφο, καλοδουλεμένο και με πολύ
    ξεχωριστό τρόπο δοσμένο έργο, του Ληξουριώτη Ντίνου Λασκαράτου,
    απόγονου της οικογένειας του εξαίρετου ποιητή μας Ανδρέα
    Λασκαράτου. Ο συγγραφέας σε κεφαλονίτικη διάλεκτο και με μοναδική
    γλαφυρότητα, μας γνωρίζει το ιδιαίτερο πνεύμα του Κεφαλονίτη και
    θέλει μεταξύ άλλων να δώσει στον φίλο αναγνώστη που θα θελήσει να
    μπει περισσότερο στην «ατμόσφαιρα» της εποχής, μια πληροφόρηση που
    θα του επιτρέψει να δώσει «βάθος» σ΄ αυτό που διαβάζει, να το «ζήσει» …
    Το έργο είναι ένα δημιούργημα, το οποίο περιλαμβάνει οκτώ
    μικρές Ληξουριώτικες ιστορίες, που κάθε μια παρουσιάζει την εποχή,
    που όλα ήταν φυσικά, θαυμαστά και δημιουργικά στην απλότητά τους. Η
    εποχή αυτή έφυγε, όμως άφησε πίσω της ένα είδος ζωής πραγματικά
    ζηλευτής και νοσταλγικής για τους μεγαλύτερους συμπολίτες, που στη
    διήγησή τους κομπιάζουν από συγκίνηση.
    Ο Ντίνος Λασκαράτος άφησε για λίγο την πένα του επιτυχημένου,
    διακεκριμένου και βραβευμένου δικηγόρου της Αθήνας και για να
    χαλαρώσει από το βουητό της πολυάσχολης πόλης, καταπιάστηκε με τις
    διαλεχτές ιστορίες του, τις οποίες μας πρόσφερε απλόχερα, για να τις
    απολαύσουμε και να χαλαρώσουμε και εμείς από τις ποικίλες έγνοιες
    μας. Κάθε μια και μια διαφορετική υπόθεση.
    Η πρώτη ιστορία, που είναι σουρεαλιστική, με τίτλο
    Κεφαλονίτικη Μεταφυσική, αναφέρεται σε ένα περιστατικό, στην
    ταβέρνα του Μπάμπη, στην παραλία του Ξι. Δείχνει πώς ο Μπάμπης
    αντιμετώπισε με ψυχραιμία την παρουσία άγνωστων ναυτικών, με το
    λοστρόμο τους για κάπο (αρχηγό), που από τις κουβέντες τους κατάλαβε
    πως ήταν διαόλοι, που είχαν έρθει με το καράβι τους, για να τον πάρουν
    μαζί τους. Στον έντονο διάλογό τους, ο Μπάμπης έβαλε τα πράγματα στη
    θέση τους.
    – Εμένανε , βωρέ, ήρτατε να πάρετε;
    – Μπα! Και ποιος είσαι ελόγου σου και μας αψηφάς; μίλησε ο
    λοστρόμος θυμωμένα …
    – Καλά, βωρέ, δεν ξέρεις ότι οι Κεφαλονίτες, και μάλιστα οι
    Ληξουριώτες, στην Κόλαση δεν πάνε; …
    – Τότε τι γίνονται οι Κεφαλονίτες άμα πεθάνουν;
    – Στο ταβερνάκι του Αγγελοδιονύση πηαίνουνε, με την ωραία
    κληματαριά, τσι μπουκανβίλιες, το δροσερό κρασάκι και τσι γλυκές
    καντάδες, που ’ναι αναμεσό Παραδείσου και Κόλασης!
    Η σιγουριά κι η θάρρητα του κάπελα βάλανε σε συλλοή τον
    λοστρόμο … που κατάλαβε ότι είχε λάθος οδηγίες. Η γραφειοκρατία τση
    Κόλασης είχε ξεχάσει ότι ο Μπάμπης ήτουνε Κεφαλονίτης και μάλιστα
    Κατωησιάνος! Έμεινε τώρα ο λοστρόμος να τηράει ιμπαράτσος
    (αμήχανος) τον Μπάμπη …, ο οποίος έξυπνα τους πρότεινε:
    -Καθίστε, βωρές παιδία, μιας και κάνατε ολάκαιρο ταξίδι τζάμπα,
    καθίστε να σας τρατάρω αυγά τσιρτσιριστά (τηγανητά) με μπόλικο βούτυρο
    φρέσκο, ψωμί μοσχοβολιστό, πρέτζα (κεφαλονίτικο τυρί), τσιγαρίδια,
    σκουράτζο (ρέγγα) και βοστιλίδι πρώτο! Να πούμε και καμιά κανταδούλα
    και μετά γυρνάτε στο καράβι!
    Έτσι κατάφερε με το τρατάρισμα και το τραγούδι, να αλλάξει την
    εχθρική διάθεση και το σκοπό του ερχομού τους και να τους μεταβάλει
    σε καλοταϊσμένους, χορτασμένους και ικανοποιημένους διαόλους, που
    λίγο ακόμη θα γίνονταν και φίλοι του.
    Όταν έφυγαν, ο Μπάμπης έφτυσε τον κόρφο του, έκανε τον σταυρό
    του στρωτά τρεις βολές, τήραξε το εικονοστάσι και είπε:
    – Τι κάζο (πάθημα)κι εφτούνο! Σχώρνα με, Άγιε Χαράλαμπε …
    Αυτή είναι μια νόστιμη ιστορία, με την οποία ο συγγραφέας
    προσπαθεί να περιγράψει την απερίγραπτη κεφαλονίτικη ψυχή.
    Η επόμενη ιστορία, που ονομάζεται Ληξουριώτικη Αεροπορία,
    αρχίζει με τη συζήτηση μιας παρέας τριών κολέηδων (φίλων), το
    καλοκαίρι του 1728 στο Ληξούρι, στη γωνιά μιας μπακαλοταβέρνας του
    Μεμά του Μπάκα (με τη μεγάλη κοιλιά), οι οποίοι απορούν για κάποιες
    περίεργες κινήσεις του σιορ Αντρία του ντετόρου, (γιατρού) και του
    σέμπρου του Μικέλη, που αφού μάζεψαν διάφορα, ξύλα, βέργες,
    καραβόπανα, λουριά και άλλα, κάτι μαστορεύανε κλεισμένοι σε μια
    αποθήκη. Ούτε η Μαργετίνα, η ξαδέλφη του ενός φίλου, που δούλευε
    στου γιατρού, ήξερε κάτι να τους πει. Οι άλλοι γιατροί πάλι, που
    μαζεύονταν στο Φαρμακείο και έλεγαν τα δικά τους, δε γνώριζαν τίποτε
    και απλά σχολίαζαν.
    Ο Αντρίας στην αποθήκη εξηγούσε στο Μικέλη ότι από τον καιρό
    που σπούδαζε γιατρός στην Πάντοβα, κατάφερε να πάρει κάποια
    στοιχεία από ένα έργο του Ντα Βίντσι και με βάση αυτά, αποφάσισε να
    κατασκευάσει ένα ανεμοπλάνο, με το οποίο από μια μικρή σε ύψος
    απότομη πλαγιά θα πετούσε, θα γλιστρούσε δηλαδή για λίγο στον αέρα, για
    να πέσει απαλά στη θάλασσα από κάτου Τον δυσκόλευε όμως η καμπύλη
    της φτερούγας, (κούρμπα), αλλά στο τέλος τα κατάφερε. Χειριστής θα
    ήταν αυτός, που θα λεγόταν αεροπόρος. Ο Μικέλης θαύμαζε το γιατρό με
    όσα του εξηγούσε για την επιστήμη και τις γνώσεις του και βοηθούσε να
    γίνουν όλα σωστά, με πολύ ζήλο και καμάρι.
    Όταν ήταν τελείως έτοιμοι, ένα πρωινό με λίγο αεράκι πήγαν στα
    Λέπεδα, να βάλουν σε εφαρμογή το επίτευγμα. Αλλά δεν ήταν μόνοι.
    Όλοι είχαν μάθει από κάτι για το έργο του γιατρού τους. Μέχρι και η
    μάνα του κατέφτασε μαλώνοντας τον άμυαλο γιο της. Ο Ανδρέας
    ανέβηκε, πέταξε και κατέβηκε! Ο κόσμος το διασκέδαζε. Η μάνα του
    ανησυχούσε από τη μια και τον έβριζε από την άλλη.
    Η ιστορία έκλεισε με χωρατά. Ο αναγνώστης θα ευθυμήσει, αλλά
    και θα θαυμάσει το ευφυές σχέδιο του ντοτόρου Αντρία.
    Η τρίτη ιστορία έχει την ονομασία Ο Αμερικάνος. Ο περίεργος
    τίτλος για το Ληξούρι εξηγείται, γιατί ο πρωταγωνιστής, ενώ ήταν
    Ιρλανδέζος, με το όνομα Patrick O’ Brien, κατά την εξέλιξη της ιστορίας
    βρέθηκε να κατοικεί στην Κεφαλονιά, που όλοι τον έμαθαν ως «ο
    Αμερικάνος».
    Μετά από μια ειδική αναφορά, μαθαίνουμε ότι αυτός ο Πάτρικ
    είχε φτάσει στη Σικελία, ασχολήθηκε με την εξαγωγή του κρασιού
    Μαρσάλα στην Αγγλία και τελικά βρέθηκε να υπηρετεί στο Αμερικανικό
    Ναυτικό, όπου πήρε μέρος στον πρώτο πόλεμο της Μπαρμπαριάς
    εναντίον των πειρατών και, μετά από τον πόλεμο στη Λιβύη,
    παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο Τζέφερσον για τις υπηρεσίες του.
    Όταν ο Γερασιμάκης Λασκαράτος, ο σπουδαίος έμπορος σταφίδας
    στο Ληξούρι, σκέφτηκε να πουλήσει το προϊόν του, όχι με τους
    μεσολαβητές, αλλά απευθείας στην Αγγλική αγορά, κερδίζοντας
    περισσότερα χρήματα, αναζητούσε ένα έξυπνο και ικανό πρόσωπο, για
    να αναλάβει αυτό το έργο. Το είχε κουβεντιάσει και με τον καραβοκύρη
    Διονύση Μουσούρη από τις Μηνιές, που θα μετέφερε το φορτίο.
    Κατέφυγε τότε στο Μαρίνο, τον επιστάτη του, που ήταν άνθρωπος
    εμπιστοσύνης και ορκίζοντάς τον για την εχεμύθειά του, του ζήτησε
    βοήθεια. Ο Μαρίνος άκουγε με μεγάλη προσοχή, κονσολάδος
    (ευχαριστημένος) για την εμπιστοσύνη του αφεντός.
    Ο Μαρίνος τότε του μίλησε για τον Αμερικάνο, είπε τα προσόντα
    του, την εξυπνάδα του, τις δραστηριότητές του, το παράσημο, για τη
    Λόντρα, το Παλέρμο, το εμπόριο σταφίδας στη Ζάκυνθο και μάλιστα ότι
    εδώ και δυο χρόνια έμενε στην Κεφαλονιά!
    Στουπίρισε (έμεινε έκπληκτος) ο Γερασιμάκης, με τσι
    ινφορματσιόνες (πληροφορίες) του Μαρίνου και ευχαριστήθηκε πολύ.
    Όταν έγιναν όλα, όπως τα υπολόγισε, και ο Αμερικάνος, με τη
    βεργέτα στο αυτί, ανέλαβε και έφερε εις πέρας τη συμφωνία, μετά από
    κάποια προβλήματα που όμως τακτοποιήθηκαν, ο Γερασιμάκης θέλησε
    να ικανοποιήσει και αυτός με τη σειρά του, την τελική υπόσχεση προς
    τον Αμερικάνο, για μια ξεχωριστή επιθυμία του.
    Η ιστορία είναι πανέμορφη, με μοναδικές πληροφορίες, γνώσεις,
    περιπέτεια, φόβους και επιτυχίες, που διατηρεί το ενδιαφέρον αμείωτο,
    μέχρι να τελειώσει.
    Η τέταρτη ιστορία του συγγραφέα φέρει τον τίτλο: «1821» και
    υποθέτουμε πως ό,τι αναφερθεί, θα είναι σχετικό με τα γεγονότα του
    έτους αυτού.
    Πράγματι, ο Γερασιμάκης γυρόφερνε τη Στέλλα, τη γυναίκα του,
    για να της εκθέσει τη σκέψη του, να βοηθήσει τους επαναστατημένους
    Έλληνες στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στη μάχη του Λάλα.
    Η Γερασιμάκαινα, έκπληκτη, κατάλαβε πως ο άντρας της
    σκέφτηκε να πάρει μέρος στη μάχη μαζί με τους Κεφαλονίτες , που θα
    έσπευδαν εκεί για βοήθεια και αναστατώθηκε:
    – Τι έκανε λέει; Θα πας να πολεμήσεις εθελοντής στα γεράματα,
    βωρέ;!
    Όμως ο Γερασιμάκης της εξήγησε ότι θέλει να αγοράσει και να
    στείλει όπλα και προσπαθούσε να την πείσει ότι όλα τα έχει προβλέψει
    και δεν θα υπάρξει πρόβλημα, πιστεύοντας ότι τίποτα και κανείς δεν θα
    τον προδώσει στους Εγγλέζους.
    Αργότερα, κάποια μέρα, όταν ο Γερασιμάκης ήταν στα κτήματα,
    βρέθηκαν στο σπίτι τους ο Εγγλέζος αξιωματικός με στρατιώτες, έχοντας
    στο χέρι ένα έγγραφο για να κάνουν έρευνα. Η Γερασιμάκαινα, μολονότι
    τρομοκρατήθηκε από την εξέλιξη αυτή, διατήρησε την ψυχραιμία της και
    επέτρεψε να περάσουν στο σπίτι, να ελέγξουν και ζήτησε μάλιστα από
    τον αξιωματικό να καθίσει στο σαλόνι για να τον κεράσει, όσο οι
    στρατιώτες θα πραγματοποιούσαν το έργο τους. Επίσης και η ίδια
    βοήθησε στην έρευνα, ανοίγοντας και τα μυστικά συρτάρια ή ό,τι άλλο
    ήθελαν.
    Όταν η έρευνα ολοκληρώθηκε, χωρίς στο σπίτι να βρεθεί τίποτα, ο
    νεαρός Εγγλέζος πήρε την ομάδα του και χαιρετώντας έφυγε.
    Στην επιστροφή του ο Γερασιμάκης ενημερώθηκε για την επίσκεψη
    και κατατρόμαξε πιστεύοντας ότι οι Εγγλέζοι βρήκαν αποδεικτικά
    στοιχεία, έγινε κάτασπρος … Τήραξε (κοίταξε) τη γυναίκα του,
    σπαβεντάδος (τρομαγμένος) για το τι έγινε. Αλλά η γυναίκα του, ήρεμη
    τώρα, τον καθησύχασε βεβαιώνοντάς τον ότι βρήκε τρόπο να μην
    ανακαλυφθεί απολύτως τίποτα, λέγοντάς του:
    – Δε βρήκανε τίποτσι και πήανε καλιά τσου.
    Τα υπόλοιπα ; Πραγματικά απίστευτα. Η Γερασιμάκαινα; Απολαυστική!
    Στην επόμενη ιστορία, που έχει τον τίτλο: Το κανόνι «Κάρλος», ο
    σιορ Γερασιμάκης, κάνοντας τη βόλτα του στο λιμάνι, κάθισε να
    ξεκουραστεί απά στο κανόνι «Κάρλος», πεσμένο στο μώλο του
    Ληξουριού… Τ’ άλλα δυο κανόνια … χωμένα μέχρι τη μέση στο
    κρηπίδωμα τση προκυμαίας, τα ’χανε για δέστρες και λυπόταν γι’ αυτό
    που έβλεπε.
    Θυμόταν τα γεγονότα, που έλαβαν χώρα στο νησί, όταν οι Βενετοί
    μετέφεραν την πρωτεύουσα από το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στο
    Αργοστόλι, ένα μικρό ψαροχώρι και όχι στο Ληξούρι, τη μεγαλύτερη
    πόλη της Κεφαλονιάς, πράξη που στενοχώρησε πολύ τους Ληξουριώτες,
    και όσα επίσης ακολούθησαν, οι Γάλλοι, ο Ρώσος Ουσακώφ, η
    Επτάνησος Πολιτεία, ο Καποδίστριας, ξανά οι Γάλλοι και μετά οι
    Εγγλέζοι με την «Προστασία» τους.
    Ενώ τα σκεφτόταν όλα αυτά, γύρισε στο σπίτι. Έφαγε τον
    μπακαλιάρο με την αλιάδα και τα βραστά ραδίκια, ήπιε το δροσερό
    βοστιλίδι του και ικανοποιημένος, τελειώνοντας, πήγε για το
    μεσημεριανό του ύπνο.
    Τα όνειρά του, που ακολούθησαν, είχαν απ’ όλα. Είδε δόγηδες,
    αυτοκράτορες, ναυάρχους, αποφασισμένους τους Ληξουριώτες να
    πάρουν τα όπλα ενάντια στους Αργοστολιώτες, για να διεκδικήσουν το
    δίκιο τους, τα εμπόδια που συνάντησαν σ΄ αυτή τους την απόφαση, αλλά
    και άλλες ταραχές, εξελίξεις, πολλά, πάρα πολλά γεγονότα, τα οποία
    αναστάτωσαν τόσο το Γερασιμάκη, που ξύπνησε ιδρωμένος.
    Δεν ήτουνε ονείρατα ευτούνα, κακιά φάουσα (ασθένεια) ήτουνε, να
    σε φιδοτρώει (ανησυχεί) και να σε βουρλίζει … Και στενοχωριόταν για
    όλα, όσα περνούσε το νησί.
    Μια όμορφη ακόμη ιστορία με τίτλο: Ο «Κέφαλος», εξελίσσεται
    στο Ληξούρι, όταν ο Κωνσταντάκης πληροφορεί τη γυναίκα του
    Άντζολα ότι σκέφτεται να καλέσει για φαγητό τον Σπύρο Δελλαπόρτα,
    της γνωστής Ληξουριώτικης Οικογένειας, που είναι ένας από τους
    θεωρειούχους του θεάτρου «Κέφαλος» στο Αργοστόλι.
    Η Άντζολα εκφράζει αμφιβολία, αν σε δυο μέρες θα προλάβει να
    ετοιμάσει όσα απαιτούνται για την περίπτωση, αλλά θα προσπαθήσει με
    τη βοήθεια της Ανεζίνας. Ο άντρας της θα ήθελε ακόμα τέτοια φαγητά
    και τέτοια σερβίτσια, που να εντυπωσιάσουν τον καλεσμένο, με τον
    οποίο θα συζητήσει τα θέματά του.
    Η Άντζολα αρχίζει τις προετοιμασίες και η Ανεζίνα, που γνωρίζει
    πολύ καλά τη φραντσέζικη κουζίνα και την ιταλική, την καθησυχάζει,
    πιάνοντας αμέσως δουλειά, για να ετοιμάσει, στον προβλεπόμενο χρόνο,
    ένα δείπνο τέλειο.
    Στο τραπέζι που ακολούθησε την ορισμένη μέρα και ώρα, ο
    Σπυρέτος φάνηκε ενθουσιασμένος. Χάρηκε και απόλαυσε το υπέροχο
    φαγητό και με την κουβέντα, πέρασαν και στην όπερα Τραβιάτα του
    Βέρντι, που θα παιζόταν στα εγκαίνια του Θεάτρου Κέφαλος, στο
    Αργοστόλι, όπου θα ερχόταν και το ζευγάρι, καλεσμένο από το Σπύρο
    Δελλαπόρτα, όπως και έγινε.
    Η παράσταση ήταν πολύ όμορφη και ο κόσμος, ενθουσιασμένος,
    χειροκρότησε θερμά. Υπήρξαν όμως και κάποιες δυσκολίες, κατά την
    επιστροφή του ζεύγους στο Ληξούρι, που τελικά ξεπεράστηκαν.
    Μόνο η Άντζολα, επιστρέφοντας στο Ληξούρι, είπε τον καημό της
    στην Ανεζίνα, που την περίμενε με τον άντρα της στο λιμάνι, φοβισμένη
    με την άργητα τση κυράς της.
    – Διαλεπαρέτονε τον Βέρντι, τον Αλφρέντο και τη Βιολέτα, που
    κοντέψαμε να γένουμε κολέηδες με δαύτηνε στον άλλο κόσμο σήμερα το
    βράδυ!
    Η ιστορία που ακολουθεί, με τίτλο Τα συγχαρίκια, έχει μια
    διαφορετική πλοκή απ’ όσα μάθαμε ως τώρα. Γιατί εδώ υπάρχει ο
    έρωτας, στην εποχή εκείνη, που τα κορίτσια περίμεναν υπομονετικά την
    ώρα του γάμου, έτοιμα από όλα, όσα χρειάζονταν σε μια νύφη, προικιά,
    χρήματα, χρυσαφικά και τέτοια, και να πηγαινοέρχονται οι προξενιές,
    μέχρι οι γονείς να επιλέξουν για το κορίτσι τους τον καλύτερο γαμπρό.
    Ο Κωνσταντάκης ενημέρωσε την Άντζολα ότι ο Παναγής ο
    Κοσπέτος, αρραβώνιασε τη μοναχοκόρη του τη Φορτουνάτα. Από τη
    μισοαδιάφορη αντίδραση της γυναίκας του, τη ρώτησε, αν θα πάει να
    δώσει τα συγχαρίκια στη φιλενάδα της, τη σιόρα Μπεμπέκα την
    Παναγάκαινα, μητέρα της κόρης. Με την οργισμένη απάντησή της ότι δε
    θα πάει, προβληματίστηκε και ζήτησε να μάθει την αιτία, για να λάβει
    την απάντηση, ότι ο αρραβωνιαστικός, μολονότι προέρχεται από καλή
    οικογένεια, είναι ένας αλήτουρας, ένας θεομπαίχτης και ένας τζογαδόρος.
    Στην απορία του άντρα της, πώς ο πατέρας δέχτηκε τον αρραβώνα,
    του είπε:
    – Δεν είναι προξενιό. Είναι έρωτας! Και συνέχισε λέγοντας ότι, όταν ο
    πατέρας της έμαθε τα σχετικά για το νεαρό, αρνήθηκε, αλλά η
    Φορτουνάτα πήγε και φαρμακώθηκε και τη γλιτώσανε στο παρά πέντε!
    Οπότε τι να έκαναν και οι γονείς; Υποχώρησαν και έγινε ο αρραβώνας.
    Όταν πέρασε ο καιρός και έμαθε η Άντζολα ότι ο αρραβώνας χάλασε,
    χαρούμενη πήρε την απόφαση, συνοδευόμενη από την Ανεζίνα, να πάει
    τώρα για τα συγχαρίκια και με ευχές για έναν καλό μελλοντικό γάμο, που
    δεν θα αργούσε πια.
    Τα γεγονότα έτρεχαν όμως πολύ πριν από την Άντζολα και την
    επίσκεψή της, που της επεφύλασσε άλλα, όπως φάνηκε και με την
    αντίδραση της Ανεζίνας.
    Στην τελευταία ιστορία με τίτλο Πατρινή λεμβωδία, ο γιατρός
    Γερασιμάκης Λασκαράτος, προσπαθούσε ένα απόγευμα για πολλή ώρα,
    στο ιατρείο του στην Πάτρα, καλοκαιράκι του 1896, να μεταφράσει στα
    Ελληνικά, τους στίχους από την άρια «Ρομάντσα» του Ναντίρ, από την
    πρώτη πράξη της όπερας του Μπιζέ «Αλιείς Μαργαριταριών». Η δυσκολία
    δεν ήταν τόσο η μετάφραση αυτή καθ’ εαυτή όσο το να ταιριάξουν οι
    ελληνικοί στίχοι στις νότες.
    Οι μουσικές του ανησυχίες τον απασχολούσαν κάθε Τρίτη και
    Πέμπτη απόγευμα, που δεν είχε επισκέψεις, πλην εκτάκτων
    περιπτώσεων. Τα δυο αυτά απογεύματα τα αφιέρωνε σε ό,τι του άρεσε,
    δηλαδή στη μουσική και στην επιπλοποιία.
    Είχε ένα σχέδιο στο μυαλό του, για μια βαρκαρόλα, μια μουσική
    βραδιά δηλαδή, στο λιμάνι της Πάτρας, με μαντολίνα, κιθάρες, κρασί και
    μεζέδες, σε βάρκες, κάτω από ένα γεμάτο φεγγάρι.
    Δυο Κεφαλονίτες, που ζούσαν στην Πάτρα, συστημένοι από το
    φίλο του Ευάγγελο Λαγγούση, που ήταν γραμματέας του Συλλόγου των εν
    Πάτραις Κεφαλλήνων «Ο Άγιος Γεράσιμος», ερασιτέχνες μαντολινίστες,
    βρέθηκαν κοντά του, άκουσαν την ιδέα του, τους άρεσε και αποφάσισαν
    να το αποτολμήσουν. Εκτός από τη δική του βάρκα, θα λάβαιναν μέρος
    και άλλες δύο, η μία του Τοπάλη για να τραγουδήσουν το «Νυχτομπάτης
    Χαρωπός» του Ναπολέοντα Λαμπελέτ και η άλλη του Χαιρέτη, με την
    «Αυγούλα», του Σολωμού, σε μελοποίηση του Ξύνδα.
    Αφού ξεκαθάρισαν και το στίχο και τη μεταγραφή, την επόμενη
    Πέμπτη, κάνοντας την πρόβα τους, μείνανε ευχαριστημένοι και με τις
    επόμενες δοκιμές θα ήταν τελείως έτοιμοι, για την όμορφη βραδιά τους.
    Φυσικά ο Γερασιμάκης είχε φροντίσει και για την προετοιμασία
    των φαγητών και του κρασιού, για όλη την παρέα, βρήκε και τον
    λεμβούχο και τα κανόνισε όλα.
    Την ορισμένη βραδιά κατέβηκαν όλοι στο λιμάνι, μπήκαν στις
    βάρκες και ξεκίνησε η βαρκαρόλα, ενώ στην παραλία κατέφθασαν οι
    Πατρινοί, για να την παρακολουθήσουν.
    Όλα πήγαιναν καλά, ως που ήρθε και το απρόοπτο, όταν ο μικρός
    του Φαρμακείου αναζήτησε το γιατρό και η όλη εκδήλωση εξελίχθηκε
    διαφορετικά, οπότε και τα σχόλια που ακολούθησαν, έδωσαν μια
    εξήγηση, που όμοιά της δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.
    Διαβάζοντας λοιπόν τα πανέμορφα δημιουργήματα του Ντίνου
    Λασκαράτου, βλέπουμε ότι κάθε ένα δείχνει και μία άλλη όψη της ζωής.
    Πρόσωπα ξεχωριστά, υποθέσεις διαφορετικές, απλές ή πολύπλοκες,
    προβληματικές ή ευχάριστες. Χαρακτήρες με τα γνωρίσματά τους, στα
    οποία διακρίνεται η ευστροφία, η ευγένεια, η λεπτότητα, το πείραγμα, ο
    αυθορμητισμός, ο θυμός, η οργή, το γέλιο, το τραγούδι, η ευθυμία, η
    φαιδρότητα, η ακεραιότητα, η τιμιότητα και γενικά η Επτανησιακή
    ιδιοσυγκρασία.
    Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα στοιχεία, πολλά από τα οποία
    κάθε φορά συνθέτουν το χαρακτήρα του Κεφαλονίτη, όπως αυτός
    παρουσιάζεται στις ιστορίες του συγγραφέα, στις οποίες μας
    εντυπωσιάζουν ακόμη οι υποσημειώσεις με το πλούσιο λεξιλόγιο, τις
    πολλές πληροφορίες για την Ιστορία, τη Γεωγραφία, τη Λαογραφία, τη
    Γλώσσα και άλλα, που δεν αφήνουν καμία απορία.
    Ευχαριστούμε τον Ντίνο Λασκαράτο, για όσα μας πρόσφερε με τις
    χαριτωμένες ιστορίες του, που μας δείχνουν ότι και ο ίδιος, φαίνεται να
    ακολουθεί την παράδοση της οικογένειάς του.
    Στην αρχή, με την ευχάριστη εκφορά του λόγου του, μας κινεί το
    ενδιαφέρον, αναζητώντας τις απαντήσεις στα ερωτήματά του, ενώ για το
    τέλος, μας προκαλεί εύθυμη διάθεση, όταν μας πληροφορεί ότι τις
    Κεφαλονίτικες ιστορίες μπορούν να τις διαβάσουν (με δικό τους ρίσκο) και
    κανονικοί άνθρωποι.

Γράψτε το σχόλιό σας:





Το βήμα των αναγνωστών μας
Θεματικές κατηγορίες βιβλίων Νέα άρθρα στο Πολιτισμός Πολίτης
  • ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ
  • ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΝΤΖΑΡΟΥ: ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΜΗΤΑ ΣΟΛΩΜΟ, μετάφραση: ΝΙΚΙΑΣ ΛΟΥΝΤΖΗΣ
  • ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ του Ανδρέα: ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ, ΟΚΤΩ ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ 2020, Βιβλιοπαρουσίαση
  • Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ «ΚΑΤΟΥ ΑΙ ΓΙΩΡΓΗ των ΚΡΗΜΝΩΝ» στη Ζάκυνθο. Ένα ιστορικό και θρησκευτικό μνημείο που μάλλον διέφυγε εκ παραδρομής της προσοχής των κ.κ. Υπουργών Πολιτισμού και Τουρισμού
  • ΜΙΚΕΛΗΣ ΤΖΑΝΑΤΟΣ: «Ο ΜΙΚΕΛΗΣ του ΜΙΚΕΛΑΚΗ»
  • ΣΤΙΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΤΟΥ 1857 ΑΠΕΒΙΩΣΕ Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. ΑΜΕΣΩΣ ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑΝ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΠΤΑΝΗΣΩΝ.
  • «Πρώτη ελληνίς χορεύσασα με τον Όθωνα εν Κερκύρα ήτο ζακυνθία»
  • «ΟΜΙΛΙΕΣ» και χοροί στην ΄Υπαιθρο.
  • ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ, ΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΕΠΙΣΚΕΨΕΩΝ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2021. Το περιοδικό πολιτισμού των ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ
  • ΕΥΗ ΖΕΡΒΟΥ-ΚΑΛΛΙΑΚΟΥΔΗ, «Επτανησιακός Ριζοσπαστισμός 1848-1865» της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ, ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, 2019