ΑΠΟΚΤΗΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ 30% ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ: www.politeianet.gr
«Στην προσεισμική Ζάκυνθο οι ταβέρνες είχαν μεγάλη πέραση. Ήταν για τις λαϊκές γειτονιές, τα στέκια, όπου τα βράδια μαζεύονταν οι μεροκαματιάρηδες βιοπαλαιστές. Όπως είναι γνωστό πουλούσαν κρασί χύμα. Κάθε βράδυ οι ταβέρνες γέμιζαν από τους κατοίκους, της κάθε γειτονιάς αλλά και από άλλες γειτονιές που πίνοντας το θαυμάσιο ζακυνθινό κρασί, λαγανίσια βερντέα, φαγιότικο αυγουστιάτη, ξεχνούσαν τα βάσανα της ζωής, έμπαιναν στο κέφι και τραγουδούσαν.
Μαγειρεμένο φαγητό ποτέ δεν πρόσφεραν οι προσεισμικές ζακυνθινές ταβέρνες. Πολλοί από τους θαμώνες τα βράδια, έφερναν το πιάτο με το φαγητό τους, και το έτρωγαν στρογγυλοκαθισμένοι στους μπάγκους, πάνω στις μακρόστενες μπανκάδες. Άλλοι πάλι με την τελευταία μπουκιά φαγητού, έφευγαν από τα σπίτια τους για την ταβέρνα και αντάμα με τους φίλους τους, τα έπιναν. Πολλές φορές για να συνοδέψουν το κρασί τους αγόραζαν ξερά κουκιά που τα πουλούσαν μικρά παιδιά γυρνώντας από ταβέρνα σε ταβέρνα. Τα κουκιά τα τηγάνιζαν οι μανάδες τους και τα μετέφεραν μέσα σε μικρά λάτινα κουτιά.
«Μια δραχμή τα δέκα». Τα απίθωναν πάνω στις μπανκάδες και αυτά αποτελούσαν το μεζέ.
Οι ταβέρνες στον Άγιο Λάζαρο, ξεπερνούσαν τις είκοσι. Έξω από ορισμένες ταβέρνες, κυρίως γύρω από την πλατεία του Αγίου Παύλου, έψηναν κοκορέτσι, γαρδούμπες και πλεμόνια.
Στις μπανκάδες της ταβέρνας σφυρηλατούσαν τη φιλία τους και δένονταν μεταξύ τους με ειλικρινή αγάπη.
Για τη μέτρηση του κρασιού υπήρχε το καρτούστο, το μισοκάρτουστο και το καρτεζίνι. Το έπιναν σε γυάλινα ποτήρια χωρητικότητας ενός καρτεζινιού και σε ποτήρια του τροχού, χωρητικότητας μισού καρτούτσου. Τα ποτήρια αυτά τα έλεγαν «νόνες». Κερνούσε ο ένας τον άλλο και πολλές φορές άκουγες να λένε:
«Εβίβα και ο θέος σχωρέσε τη νόνα». Σαν έφτανε κανένας αργοπορημένος τον κέρναγαν μια νόνα.
Αυτός ανταπόδιδε κερνώντας όλη την παρέα. Κερνώντας ο ένας τον άλλον, «έκαναν κεφάλι». Ξεχνούσαν πίκρες και βάσανα, ή μάλλον τραγουδούσαν τις πίκρες και τα βάσανά τους και «αυτοσχέδιαζαν σύμφωνα με την έμπνευση της στιγμής» τις περίφημες αρέκιες.
Οι ταβέρνες ήταν το μεγάλο σχολείο όπου καλλιεργήθηκε το ξεχωριστό αυτό είδος τραγουδιού. Οι πιο νέοι ακούγοντας τους μεγαλύτερους μάθαιναν τα τραγούδια και κάποια φορά άρχιζαν και τα σβίντα.
Οι ταβέρνες όμως ήταν και μεγάλο σχολείο για να μάθεις τον κόσμο. Και τι δεν μάθαινες! Με έναν ιδιόμορφο τρόπο συζητούσαν για το κάθε τι. Οι γειτονιές και οι ταβέρνες έφερναν κοντά τον ένα στον άλλο και διαμόρφωναν τον κοινωνικό ιστό. Σήμερα οι άνθρωποι δεν συνομιλούν. Σήμερα οι άνθρωποι ακολουθούν μοναχικές διαδρομές και ορίζουν τη ζωή τους σε άλλες λογικές.
Εύστοχα σήμερα, το πετυχαίνει η συγγραφέας, η αγαπητή Μαρία Ρουκανά – Αμπελά, με την έρευνα που πραγματοποιεί και μέσα από το βιβλίο της μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τόσο τις ταβέρνες, όσο και τη ζωή της τοπικής κοινωνίας της εποχής . Η συγγραφέας, με ευαισθησία και φαντασία, γίνεται συνδετικός κρίκος και ξαναζωντανεύει αλλοτινές περασμένες εποχές. Μελετώντας τις γραφές των παλαιοτέρων, αλλά και τις διηγήσεις των νεοτέρων που η Μαρία Ρουκανά – Αμπελά, κατέγραψε με τη μέθοδο των συνεντεύξεων, ζωντανεύει τα πεπραγμένα μιας εποχής, που δυστυχώς έφυγε ανεπιστρεπτί.
Εισέρχεται στην ιστορική πραγματικότητα στοχεύοντας τα γενόμενα, στο συγκεκριμένο χώρο και τόπο, τη ζακυνθινή δηλαδή ταβέρνα. Έτσι αναπλάθεται η μικρή θα λέγαμε ιστορία τοπικά, σε αντίθεση βέβαια, με τη μεγάλη ιστορία, που καλύπτει την πολιτική, στρατιωτική, διπλωματική και πολιτιστική ιστορία γενικότερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΜΕΤΗΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η ταβέρνα στολιζόταν με διάφορες ζωγραφιές, ενώ κάποιες ταβέρνες είχαν και μια κιθάρα κρεμασμένη στον τοίχο. Όσο για τον ταβερνιάρη πάντα με πρόσωπο κοκκινωπό με ένα ζωνάρι στη μέση, μια πετσέτα κρεμασμένη και μια μπροστέλα καρωτή είχε στο αυτί του μια πενελάπη για να γράφει τα βερεσέδια. Όταν ο ταβερνιάρης άνοιγε καινούριο γιοματάρι όλοι οι κρασοπατέρες έτρεχαν να το δοκιμάσουν.
Σύμφωνα με μαρτυρίες ο διάκοσμος ήταν απλός και συνηθισμένος για τις τότε Ζακυνθινές ταβέρνες. Το κρασί συνήθως το έπαιρναν χονδρικώς από τον κτηματία αμπελιών κόντε Κομούτο, ο οποίος διέθετε τότε την πιο οργανωμένη κάβα εξαιρετικών κρασιών, συνήθως παλιών, τεσσάρων, πέντε χρόνων, καθώς και από το Σπύρο Καρρέρ. Αλλά και από τους άλλους γαιοκτήμονες, με αμπέλια στα χωριά στο Μαχαιράδο και το Λαγοπόδο.
Στη μια πλευρά ήταν τα βουτσία, συνήθως αριθμημένα. Απέναντι μια ή δυο παγκάδες με αντραμίδια στρωμμένες. Κόβανε τα παλιά ρούχα και τα κάνανε κουβάρια και με αυτά στον αργαλειό ύφαιναν τα αντραμίδια. Σε κάθε παγκάδα δεξιά αριστερά ήτανε δυο πάγκοι. Τα ποτήρια τα πλένανε με νερό και ξύδι και σφουγγάρι φυσικό, θαλασσινό. Ποτέ με ζεστό νερό, γιατί κάνει μια πάχνα. Το ποτήρι, όταν πίνεις, έπρεπε να τρίζει από καθαριότητα. Οι ταβερναρέοι, μάλιστα, συνήθιζαν κατά το πλύσιμο, το μικρό δάκτυλο του χεριού να το έχουνε έξω από το ποτήρι, που πλένανε. Για το πλύσιμο των ποτηριών είχανε συνήθως ένα τσίγκινο μικρό ντεπόζιτο με μια βρυσούλα και με μια λεκάνη από κάτω, τον λεγόμενο κάνταρο, που έμπαινε σε ένα τραπέζι με μια τρύπα στη μέση, ίσα που να χωράει, το λεγόμενο λαβαμά. Υπήρχαν και οι σκατζίες, ράφια από τάβλες στερεωμένες στον τοίχο. Από πάνω υπήρχε ένα φλοκωτό σαν κουρτίνα που σκέπαζε τη σκατζία. Επάνω της έβαζαν διάφορα διακοσμητικά όπως το λύχνο, το μύλο του καφέ, τσαγιέρα μεταλλική. Επίσης στη σκατζία τα ποτήρια του κρασιού. Γύρω στους τοίχους υπήρχαν φωτογραφίες παλιών φίλων και πολιτικών του κόμματος προς το οποίο επρόσκειτο ο ταβερνιάρης. Παραπέρα κρεμόταν η μοσκιέρα ή φανάρι, ένα μεγάλο κλουβί με σίτα, όπου βάζανε το τυρί για να προστατεύεται από τις μύγες, να αερίζεται και για να μη το φτάνουν τα ποντίκια. Κάτω η ταβέρνα είχε χώμα.
Τα βουτσία ήταν τοποθετημένα σε δυο σειρές, στη κάτω σειρά τα μεγάλα βαρέλια και στην απάνω τα μικρότερα. Tα βαρέλια ήταν επτακοσίων κιλών αλλά και μικρότερα.
Κάθε ξύλο από το οποίο αποτελείτο το βαρέλι ονομαζόταν φούντι. Υπήρχε η έκφραση «γράψε φούντι» κι εννοούσαν «σημείωσε πάνω στο βαρέλι», συνήθως βερεσέδια.
Οι ταβέρνες στην Ζάκυνθο διέθεταν μόνο κρασί στους πελάτες. Τους μεζέδες συνήθως για το κολατσίο τους προμηθευόταν, από τα κοντινά μαγέρικα της περιοχής, (ονομαστά το μαγέρικο του Νικόλα του Σπίνου, και του Βασίλη Ζωχιού) που τους έφερναν μέσα σε λαδόκολλες. Οι ταβέρνες ήτανε το δεύτερο σπίτι ανδρών των λαϊκών, των εργατικών συνοικιών. Ταμπάκικα, Κουτσουπία, Αγία Τριάδα, Γύφτικα, Άμμος, Μακρύο Καντούνι, εμποροπεριοχή Άγιος Παύλος. Ήταν 365 μέρες ανοιχτές, αφού το χειμώνα έβρεχε, μερικές φορές και 60 μέρες συνεχώς, οπότε η ζωή δεν μπορούσε να είναι σε υπαίθριους χώρους. Επίσης ήταν η εποχή που ο πατέρας δεν είχε καμιά σχεδόν επαφή με τα παιδιά, ώστε να μένει μέσα στο σπίτι, άρα καθημερινά έπρεπε να είχε κάπου να πάει, δηλαδή στην ταβέρνα.
Η ταβέρνα στη Ζάκυνθο λειτούργησε σαν λαϊκό σχολείο, όπως η Αγορά στην αρχαία Ελλάδα. «Χωρίς να εξιδανικεύω το χώρο, πίνοντας κρασί (ξεροσφύρι συνήθως) και τραγουδώντας, δημιουργείται μια «ψυχική μέθη», μια ατμόσφαιρα, που, αν έχεις λίγο ταλέντο, σε προκαλεί να παίξεις με ένα διάλογο, μ΄ ένα στίχο, με μια μελωδία…» γράφει ο Δημήτρης Λάγιος.
«Η έννοια της ταβέρνας ήταν διαφορετική, διότι αποτελούσε, όπως γράφει ο Νικόλαος Βαρβιάνης, ένα κομμάτι της ζωής κάθε ζακυνθινού. Ήταν κάτι ανάλογο με τις εγγλέζικες “pubs”, αλλά όχι όμοιο. Προσέφερε κρασί χύμα, απευθείας από το βαρέλι, όχι άλλα ποτά, ούτε φαγητά. Στον τοίχο της ταβέρνας ήταν συνήθως κρεμασμένη μια κιθάρα και ένα μαντολίνο. Οι ζακυνθινοί είναι χαρούμενοι και αισθηματικοί. Έτσι μέσα στις ταβέρνες τραγουδούσαν εύθυμες αρέκιες και αισθηματικές καντάδες».
Στην ταβέρνα ο καθένας χωρίς υποκρισίες και αναστολές διατύπωνε τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του. Η ταβέρνα εκείνη την εποχή αποτελούσε τον εχθρό της μοναξιάς για τους απλούς ανθρώπους που δεν είχαν τις ματαιοδοξίες του σημερινού απομονωμένου ανθρώπου. Εκείνα τα τραπέζια με τους πάγκους ήταν τα απλά σχολεία. Η παλιά Ζακυνθινή ταβέρνα ανήκει σε μια ρομαντική εποχή.
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Η ΜΑΡΙΑ ΡΟΥΚΑΝΑ-ΑΜΠΕΛΑ γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Φοίτησε στο Φιλολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Νομική σχολή. Εργάστηκε σε Λύκεια και Γυμνάσια της Ζακύνθου και άλλων περιοχών της Ελλάδος. Επί πέντε έτη ήταν υπεύθυνη Αγωγής Υγείας στην Δ.Δ.Ε Ζακύνθου .
Υλοποίησε ημερίδες, σεμινάρια στα πλαίσια της Υγείας. Έχει πραγματοποιήσει πολλές ομιλίες και διαλέξεις με θέματα φιλολογικού,
φιλοσοφικού, λογοτεχνικού και κοινωνικού περιεχομένου. Πρόεδρος της ΧΕΝ Ζακύνθου, δραστηριοποιείται σε θέματα κοινωνικά και πολιτιστικά. Πρόεδρος και του μουσικού σχήματος “Ορχήστρα Νέων Ζακύνθου”, Είναι ενεργό μέλος επιστημονικών ιστορικών εταιρειών και πολιτιστικών συλλόγων. Επί πλέον αρθρογραφεί σε τοπικές εφημερίδες. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και τη μουσική . Επιμελείται και γράφει τα κείμενα σε ραδιοφωνική λαογραφική εκπομπή με τίτλο “Λαογραφικά Μονοπάτια”.
Κύρια όμως ασχολία της οι λαογραφικές μελέτες και η έρευνα. Συμμετείχε σε Πανελλήνια Συνέδρια Λαογραφίας και θεμάτων Επτανησιακού Πολιτισμού. Δημοσίευσε λαογραφικές και ιστορικές μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά.
Έχει τέσσερα βιβλία στο ενεργητικό της, τα τρία πρώτα λαογραφικού περιεχομένου:
- “Οι σταθμοί της ανθρώπινης ζωής στη Ζάκυνθο”
- “ Η Ζάκυνθος του χθες και της μαγικής παράδοσης”
- Ζακυνθινά νανουρίσματα |“Στη Βενετιά τα ρούχα σου”και
- “ΟΔΑΖ από το βάθος του χρόνου μέχρι σήμερα”.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΜΑΡΙΑ ΡΟΥΚΑΝΑ-ΑΜΠΕΛΑ
Έτος έκδοσης: 2019
ISBN: 978-960-438-222-4
Σελίδες: 320,
Τιμή: € 15,90
12 Δεκεμβρίου 2019
#1
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΧΕΙ ΕΞΑΝΤΛΗΘΕΙ ΠΟΛΥ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΟ ΒΡΩ ΕΧΩ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΑΚΥΝΘΟ ΚΑΙ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΠΑΡΑΠΟΛΥ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΚΤΗΣΩ