ΑΠΟΚΤHΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ με έκπτωση 30% ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
Ο Γιάροβιν, ο εκθρονισμένος Βασιλιάς της Ελατίας, μαζί με τον αδελφικό του φίλο Μάικαντ θα εγκαταλείψει την εξορία, θα διασχίσει ολόκληρη την Δυτική ήπειρο, θα συγκρουστεί με τις ορδές των κατακτητών, θα συναντήσει στο δρόμο του προιστορικά τέρατα, θα συνεργαστεί με άλλους Βασιλιάδες, θα πάρει στην κατοχή του υπερόοπλα των Θεών και όλα αυτά προκειμένου να φτάσει εγκαίρως μέχρι τα τείχη της Ελάνης, της πρωτεύουσας της πολυαγαπημένης του πατρίδας, όπου και θα δωθεί η ύστατη μάχη με τον εχθρό.
απόσπασμα από το βιβλίο:
Η τρίτη ημέρα της πολιορκίας ξημέρωσε. Όσοι απόμειναν από τον στρατό της Ελατίας, είχαν παραταχτεί μπροστά ακριβώς από το παλάτι και στους δρόμους της Ελάνης δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Εκείνο το πρωινό, η πρωτεύουσα της Ελατίας έμοιαζε με πόλη–φάντασμα. Τη νεκρική σιγή που είχε πέσει πάνω της, έσπαγε πού και πού ο άνεμος, όταν φυσούσε ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων, κάνοντάς τα να θροΐζουν σιγανά. Οι πολίτες της Ελάνης και οι πρόσφυγες του Νότου παρέμεναν σιωπηλοί μέσα στο παλάτι, περιμένοντας καρτερικά το τέλος. Ένα τέλος που έμελλε να έρθει εκείνο το πρωινό.
Σε μια από τις αίθουσες του παλατιού, βρισκόταν και ο μικρός Μπαλ με τη μητέρα του, η οποία τον κρατούσε στην αγκαλιά της, χαϊδεύοντάς του τρυφερά το χεράκι.
«Σήμερα δεν θα δούμε τον ήλιο, μητέρα;» ρώτησε ο μικρός.
«Όχι, αγόρι μου, δεν θα τον δούμε. Θυμάσαι όμως που σου είπα να συγκρατήσεις την εικόνα του στο μυαλό σου;»
«Ναι».
«Ωραία λοιπόν, κλείσε τα ματάκια σου και θα τον δεις και πάλι μπροστά σου».
Ο μικρός έκλεισε τα μάτια, τα ξανάνοιξε όμως, αμέσως.
«Αυτό το σύννεφο ήταν οι Θεοί, μητέρα;»
«Δεν ξέρω τι να σου απαντήσω, γιε μου. Μπορεί να ήταν, μπορεί και όχι».
«Κι αν αυτό το τεράστιο σύννεφο έρθει και πάλι σήμερα, και πνίξει αυτά τα σκυλιά;»
«Μπαλ! Πρόσεχε πώς μιλάς».
«Μα, όλοι έτσι τους φωνάζουν».
«Ναι, αλλά εσύ είσαι μικρός. Δεν κάνει να μιλάς έτσι».
«Μακάρι να έρθουν οι Θεοί και να τους φάνε όλους!»
Η μητέρα χαμογέλασε.
«Έλα, έλα. Κλείσε τα μάτια σου τώρα και θα δεις τον ήλιο».
Ο μικρός το έκανε και εκείνη, αφού κοίταξε το παράθυρο του παλατιού, που ήταν σφραγισμένο μ’ ένα προστατευτικό σίδερο, ξεφύσησε και έγειρε προς τα πίσω, ακουμπώντας την πλάτη της στον τοίχο. Πίσω από αυτόν τον τοίχο, σε απόσταση μερικών μέτρων, ήταν παραταγμένος ο στρατός της Ελατίας. Μπροστά απ’ αυτόν, στέκονταν με υπερηφάνεια και γενναιότητα ο Στρατηγός και ο Τζάρικ.
«Τ’ ακούς και εσύ αυτό;» ρώτησε ο τελευταίος, σηκώνοντας απότομα το βλέμμα του προς τον ουρανό. Ο Τζάρικ έπαιρνε όρκο ότι άκουσε κάτι πάνω από το κεφάλι του που θύμιζε ήχο, προερχόμενο από μεγάλο σμήνος πουλιών. Όμως, δεν υπήρχε τίποτα εκεί.
«Όχι», απάντησε ο Στρατηγός, «δεν ακούω τίποτα».
Το βλέμμα του Τζάρικ ταξίδεψε ασυναίσθητα μέχρι τον ορίζοντα, όμως, μόλις συνειδητοποίησε τι ακριβώς έψαχνε να βρει, το τράβηξε απότομα και πάλι κάτω στη γη. Αναστέναξε, πριν προλάβει όμως να τελειώσει τον αναστεναγμό του, ακούστηκε εκείνος ο δυνατός θόρυβος που σήμανε το τέλος. Η πύλη της Ελάνης, μ’ ένα και μοναδικό χτύπημα, είχε σωριαστεί κάτω. Οι δύο άντρες δεν είχαν οπτική επαφή με την πύλη, άκουσαν όμως την επέλαση των Κροκάδιων και των συμμάχων τους μέσα στην πόλη. Το μακρόσυρτο βουητό από τις επευφημίες και τις κραυγές χιλιάδων εισβολέων, έφτασε μέχρι το παλάτι. Ψηλά στον ουρανό, είδαν τους καπνούς από ένα κτήριο που τυλίχτηκε στις φλόγες και ύστερα από λίγο, ακολούθησαν οι καπνοί και από άλλα καμένα κτήρια. Οι στρατιώτες της Ελατίας έμειναν να κοιτάζουν κι αυτοί, με τα σπαθιά στα χέρια, περιμένοντας καρτερικά να δώσουν την τελευταία τους μάχη. Μια μάχη, για την οποία θα μιλούσαν με περηφάνια και θαυμασμό, όλες οι επόμενες γενιές. Το βουητό δυνάμωσε. Οι πρώτοι από τους εισβολείς πλησίαζαν στο παλάτι.
Μαζί τους, πάνω από την Ελάνη κατέφτασε και ο Θάνατος, έχοντας κλείσει ασφυκτικά τη νεκρική του θηλιά, έτοιμος να εκτελέσει το μακάβριο καθήκον του, που δεν ήταν άλλο, απ’ το να πάρει μαζί του, στην Άλλη Πλευρά, μια χούφτα ήρωες και άμαχο πληθυσμό.
«Ετοιμαστείτε, παλικάρια μου! Πλησιάζουν!» φώναξε ο Στρατηγός.
Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, οι πρώτοι από τους εισβολείς εμφανίστηκαν επάνω στην πλατεία. Πλησίαζαν αργά και πίσω τους, έρχονταν κι άλλοι. Μέσα στις επόμενες στιγμές, η πλατεία γέμισε από δαύτους. Οι τελευταίοι Ελάτιοι στρατιώτες τούς κοίταξαν στα μάτια. Εκείνοι κοντοστάθηκαν για λίγο και έπειτα, βγάζοντας δυνατές κραυγές, άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος τους.
«Για την Ελατία!» βρυχήθηκε κι ο Στρατηγός και υψώνοντας το σπαθί του στον αέρα, έδωσε το σύνθημα της έναρξης της τελευταίας μάχης.
Στον επάνω όροφο του παλατιού, σε μια αίθουσα, όχι αυτήν του θρόνου, είχαν καταφύγει ο Τζούντολ με τον μικρό Βασιλιά. Ακριβώς από κάτω δινόταν η ύστατη μάχη και στα αυτιά τους έφταναν οι πολεμικές ιαχές των εχθρών και η κλαγγή από τα σπαθιά των τελευταίων Ελάτιων πολεμιστών που υπερασπίζονταν το παλάτι.
«Ξάδελφε, μήπως ήρθε η ώρα να φύγουμε;» είπε ο μικρός Βασιλιάς.
Ο Τζούντολ που παρακολουθούσε την εξέλιξη της μάχης από το παράθυρο του δωματίου, γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε εκνευρισμένος.
«Όχου! Ξάδελφε και ξάδελφε όλη την ώρα. Πότε θα το βουλώσεις επιτέλους; Όλα θα γίνουν με την ώρα τους. Α… Και τώρα που το θυμήθηκα, μη με ξαναρωτήσεις πότε θα φύγεις, γιατί δεν θα φύγεις. Απόψε θα πεθάνεις. Απόψε ήρθε η ώρα σου!»
Ο μικρός Βασιλιάς γούρλωσε τα μάτια και κουλουριάστηκε τρομαγμένος σε μια γωνία του δωματίου. Ο Τζούντολ, με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη, γύρισε και πάλι προς το παράθυρο, για να απολαύσει την επέλαση των Κροκάδιων μέσα στην πόλη της Ελάνης. Η έκφρασή του, όμως, άλλαξε αμέσως. Ήταν η δική του σειρά να γουρλώσει τα μάτια και να μείνει με το στόμα ανοιχτό. Αυτό που αντίκριζε από το παράθυρο του δωματίου, ήταν ένας στρατός σε σχηματισμό σφήνας να καταφθάνει έξω από τα τείχη της Ελάνης. Στην κορυφή του ξεχώριζε μια γιγάντια ατσάλινη μορφή, η οποία καβάλα σ’ ένα άλογο, οδηγούσε τους συντρόφους του με μανία, κραδαίνοντας ψηλά στον ουρανό ένα βαρβαρικό σπαθί.
Οι Κροκάδιοι κι οι συμμάχοί τους, από τις άλλες Ηπείρους, ίσα που πρόλαβαν να γυρίσουν εγκαίρως και να παραταχτούν απέναντί τους.
Ο Τζούντολ, βλαστημώντας από το παράθυρό του, είδε τον απρόσκλητο στρατό να αλλάζει τον σχηματισμό του και να απλώνεται γύρω από τον στρατό των Κροκάδιων, δημιουργώντας ένα ημικύκλιο. Χαμογελώντας, διαπίστωσε ότι ήταν τραγικά λίγοι, ώστε να τα βάλουν με τις ορδές των Κροκάδιων και των συμμάχων τους. Πριν προλάβει, όμως, να τους χλευάσει, στα αυτιά του έφτασαν πέντε εκκωφαντικοί ήχοι, και την επόμενη στιγμή, χιλιάδες εισβολείς έπεφταν νεκροί και όσοι δεν πέθαναν, τρέπονταν τρομαγμένοι σε φυγή.
Με μιαν ιαχή του ατσάλινου γίγαντα, ένα μέρος του στρατού του κυνήγησε τους φυγάδες, σκορπώντας τον θάνατο δεξιά κι αριστερά. Πλέον, ο στρατός των Κροκάδιων είχε κοπεί στη μέση. Το μεγαλύτερο μέρος του, που βρισκόταν έξω από τα τείχη, το είχε βάλει στα πόδια ή είχε σφαγιασθεί, ενώ όσοι πρόλαβαν να μπουν μέσα στην πόλη, πολεμούσαν τους τελευταίους ηρωικούς στρατιώτες της Ελατίας.
Πρώτος, τα τείχη της Ελάνης, πέρασε ο ατσάλινος γίγαντας, ο οποίος οδήγησε τους άντρες του στο παλάτι. Με το που έκανε την εμφάνισή του πάνω στην πλατεία, όπου δινόταν και η ύστατη μάχη, ο Στρατηγός και όσοι Ελάτιοι στρατιώτες είχαν μείνει ζωντανοί, αναγνώρισαν αμέσως τον Γιάροβιν και τον Μάικαντ στο πλευρό του. Η παρουσία τους έδωσε δύναμη στους στρατιώτες της Ελατίας, ενώ συγχρόνως προκάλεσε πανικό στους Κροκάδιους, οι οποίοι χωρίς να το καταλάβουν, βρέθηκαν περικυκλωμένοι. Οι πολίτες της Ελάνης όλη αυτήν την ώρα στέκονταν μέσα στα σκοτάδια, καθώς τα παράθυρα του παλατιού ήταν σφραγισμένα με τα προστατευτικά σίδερα που είχαν τοποθετηθεί από το προηγούμενο βράδυ. Παρέμεναν σιωπηλοί και με κομμένη την ανάσα, προσπαθούσαν να ακούσουν την εξέλιξη της μάχης.
«Κάτι γίνεται έξω», φώναξε ένας απ’ αυτούς.
«Η κατάσταση άλλαξε, το ακούω!» φώναξε ένας άλλος.
«Ήρθαν οι Θεοί!» φώναξε ένα τρίτος. «Ήρθε πάλι το σύννεφο!»
Ο μικρός Μπαλ γύρισε και κοίταξε τη μητέρα του.
«Ήρθαν οι Θεοί;»
«Δεν ξέρω, αγάπη μου. Σώπασε ν’ ακούσουμε».
Ο μικρός σήκωσε το βλέμμα προς τα πάνω και παρατήρησε ένα άνοιγμα στον τοίχο του παλατιού που χρησιμοποιούνταν ως σύστημα εξαερισμού. Δεν το πολυσκέφτηκε, ρίχνοντας ένα σάλτο, έφυγε από την αγκαλιά της μάνας του και πάτησε πάνω σ’ ένα έπιπλο. Σκαρφάλωσε στον τοίχο και στάθηκε σ’ ένα κομμάτι πέτρας που προεξείχε.
«Πρόσεξε, αγόρι μου!» του φώναξε μια γυναίκα.
Εκείνος κοίταξε προς τα πάνω. Έδωσε ένα σάλτο και αρπάχτηκε από ένα σίδερο που χρησίμευε ως βάση για τον δαυλό, σκαρφάλωσε σαν μαϊμουδάκι και στάθηκε πάνω του. Έπειτα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και κοίταξε από το άνοιγμα του τοίχου. Ο μικρός Μπαλ μετέφερε τα νέα της άφιξης του Γιάροβιν και του στρατού του στους πολίτες, τα οποία διαδόθηκαν σε όλο το παλάτι, σαν ωστικό κύμα που σάρωνε όλο το οικοδόμημα, από τα υπόγεια μέχρι τους επάνω ορόφους. Ο ένας το έλεγε στον άλλο.
«Ήρθε ο Βασιλιάς, ήρθε ο Γιάροβιν, σωθήκαμε!» φώναζαν και αγκαλιάζονταν μεταξύ τους.
«Τους έχουμε στριμώξει!» φώναξε ο Μπαλ. «Θα κερδίσουμε τη μάχη!»
«Πάμε έξω να τους κυνηγήσουμε!» είπε ένας απ’ τους πολίτες.
Οι Ελάτιοι δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τη χαρά τους.
«Πάμε, όλοι έξω, τώρα!» φώναξε κάποιος άλλος.
Οι πόρτες του παλατιού άνοιξαν διάπλατα και από μέσα της ξεχύθηκαν χιλιάδες πολίτες στην πλατεία. Πράγματι, ήταν όπως τα είχε πει ο μικρός, οι Κροκάδιοι στρατιώτες ήταν περικυκλωμένοι, είχαν στριμωχτεί και όντως θα έχαναν τη μάχη.
Ο Γιάροβιν, αφού αποτελείωσε ακόμα έναν από τους εχθρούς, κινήθηκε με μεγάλες δρασκελιές προς το παλάτι. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά που οδηγούσαν στον προθάλαμο, σταμάτησε, καθώς ανάμεσα στα κουφάρια που κείτονταν, εντόπισε το πτώμα του πιστού του υπηκόου, του Ρίκο. Γονάτισε πάνω από το νεκρό σώμα του και του έκλεισε τα μάτια.
«Αντίο, φίλε», μονολόγησε και δάκρυσε, καθώς γνώριζε καλά ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είχε καμία σχέση με τον πόλεμο. Κι όμως, πρόβαλε τα στήθη του, τόσο γενναία, σε μια άνιση μάχη, απέναντι στην επέλαση του εχθρού. Η καρδιά του γέμισε με ακόμα μεγαλύτερο μίσος και οργή για τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για όλα αυτά. Μπήκε στο παλάτι και σαν παγιδευμένο αγρίμι, έψαξε για να τον βρει. Άνοιξε όλες τις πόρτες και μπήκε σε όλα τα δωμάτια. Σ’ ένα από αυτά, βρήκε μια νεαρή μητέρα με τις δύο κόρες της.
«Πες μου, κορίτσι μου, ξέρεις πού βρίσκεται ο μικρός Βασιλιάς;» τη ρώτησε.
«Στη σοφίτα», απάντησε εκείνη με τρεμάμενη φωνή.
Ο Γιάροβιν ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά που οδηγούσαν στη σοφίτα. Στάθηκε έξω από την πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει. Ήταν κλειδωμένη. Πήρε φόρα και έριξε όλο το βάρος του πάνω της. Η κλειδαριά έσπασε και η πόρτα υποχώρησε προς τα μέσα. Ο Γιάροβιν, όπως το περίμενε άλλωστε, αντίκρισε τον Τζούντολ με το σπαθί στο χέρι, έτοιμο να σκοτώσει τον μικρό Βασιλιά. Ο Αλέξιος Β΄ που ήταν ήδη τρομαγμένος, βλέποντάς τον φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Τζούντολ γύρισε το κεφάλι ενοχλημένος.
«Ακόμα ζεις εσύ, παλιόσκυλο;» του είπε. «Όπως και να ’χει σε πρόλαβα! Ο μικρός θα πεθάνει από τα δικά μου χέρια».
«Προδότη!» ούρλιαξε ο Γιάροβιν. «Τη δική σου ζωή ήρθα να πάρω!»
Ο εκθρονισμένος Βασιλιάς της Ελατίας σήκωσε το σπαθί του και επιτέθηκε στον Τζούντολ. Ο νεαρός, όμως, γρήγορος σαν αστραπή, απέκρουσε το χτύπημα του αντιπάλου του. Οι δυο τους άρχισαν να μονομαχούν σαν μανιασμένοι μέσα στη σοφίτα, με τον μικρό Βασιλιά να τους παρακολουθεί με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα. Αν κάποιος έβλεπε τη μονομαχία θα έλεγε ότι ο Τζούντολ δεν έχει καμία τύχη απέναντι στον εξίσου γρήγορο, αλλά πολύ πιο δυνατό αντίπαλό του. Η τεχνική του, όμως, ήταν αρκετά καλή, δυσκολεύοντας έτσι τον Γιάροβιν να του καταφέρει τα θανατηφόρα χτυπήματά του. Η μονομαχία ήταν φανερό ότι θα κρατούσε πολύ ώρα και όλα έδειχναν ότι όποιος κουραζόταν πρώτος, θα έχανε.
Οι σπαθιές, λοιπόν, διαδέχονταν η μία την άλλη, όταν ο Τζούντολ, έκανε τον αντίπαλό του να χάσει την ισορροπία του και να πέσει χάμω. Ο καχεκτικός νέος κινήθηκε προς το μέρος του για να τον αποτελειώσει, όταν με την άκρη του ματιού του είδε τον μικρό Βασιλιά να προσπαθεί να το σκάσει από τη σοφίτα, μπουσουλώντας. Ο Αλέξιος Β΄, μόλις κατάλαβε ότι έγινε αντιληπτός, κοκάλωσε αμέσως στη θέση του. Για μερικές στιγμές έμειναν και οι τρεις τους ακίνητοι, σαν αγάλματα, χωρίς να ακούγεται ο παραμικρός ήχος. Ο μικρός Βασιλιάς συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν πολύ μακριά από την πόρτα της σοφίτας και πίστευε πως αν κατάφερνε να βγει έξω, θα ήταν ασφαλής μέσα στο πλήθος.
Πήρε θάρρος λοιπόν και μ’ ένα σάλτο, άρχισε να τρέχει προς την πόρτα. Ο Τζούντολ τινάχτηκε και του έπιασε το πόδι, κάνοντας όμως ένα μοιραίο λάθος. Ο Γιάροβιν, χωρίς δεύτερη σκέψη, σηκώθηκε όρθιος και με μια δυνατή σπαθιά τού άνοιξε το κεφάλι στα δύο. Μυαλά και αίματα χύθηκαν πάνω στο μικρό αγόρι, το οποίο άρχισε να κλαίει πάλι με λυγμούς. Ο μικρός Βασιλιάς απομακρύνθηκε, μπουσουλώντας και κουλουριάστηκε σε μια γωνιά της σοφίτας. Ο Γιάροβιν τον ακολούθησε με το σπαθί στο χέρι. Το μικρό αγόρι συνέχισε να κλαίει δυνατά τρέμοντας από τον φόβο του.
«Σε παρακαλώ, εγώ δεν σου ’χω κάνει τίποτα, δεν φταίω σε τίποτα», ψέλλισε ανάμεσα σε κλάματα και αναφιλητά.
Ο Γιάροβιν τον πλησίασε και στάθηκε από πάνω του.
«Σε παρακαλώ…» συνέχισε ο μικρός.
Ο Γιάροβιν χαμήλωσε και κοίταξε το μικρό αγόρι μέσα στα μάτια. Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή του ανθρώπου που η σκέψη αιωρείται. Μια τέτοια στιγμή ήταν κι εκείνη για τον Γιαρόβιν. Κοιτάζοντας τον μικρό Αλέξιο, έπρεπε να επιλέξει. Τι έβλεπε μπροστά του; Ένα μικρό κι απροστάτευτο αγόρι ή τον απόγονο του σφετεριστή του θρόνου του;
Και τότε, καθώς οι σκέψεις ξεκαθάριζαν μέσα του, ο Μάικαντ μπήκε με φόρα στη σοφίτα.
«Βασιλιά μου!» αναφώνησε. «Νικήσαμε! Ο θρόνος είναι και πάλι δικός σου».
«Όχι, αγαπημένε μου φίλε», έκανε ο Γιάροβιν και στάθηκε όρθιος, βάζοντας το σπαθί στο θηκάρι. «Ο θρόνος ανήκει στον μικρό Αλέξιο. Εγώ πλέον, έχω άλλη αποστολή στη ζωή μου».
«Και ποια είναι αυτή, Βασιλιά μου;» ρώτησε ο Μάικαντ.
«Στα χέρια μας έχουμε ένα υπερόπλο. Είδες πώς μέσα σε λίγες στιγμές αποδεκατίσαμε τις ορδές των κατακτητών; Με αυτό μπορούμε να βοηθήσουμε όλους όσους μας έχουν ανάγκη. Αν θες, μπορείς να με ακολουθήσεις. Ο Βασιλιάς Γιάροβιν πέθανε, ο πολεμιστής, όμως, ζει και έχει ακόμα πολλή δουλειά να κάνει…»
για το συγγραφέα:
Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ γεννήθηκε, σπούδασε και ζει στην Αθήνα.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΘΟΔΩΡΗΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ
Έτος έκδοσης: 2017
ISBN: 978-960-438-201-9
Σελίδες: 287, Τιμή: € 16,96