ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ με 10% έκπτωση ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
Παρασκευή 19 Μαΐου 1989, στην Γλυφάδα. Μια ανοιξιάτικη βραδυά. Ένα νεανικό ζευγάρι μπήκε σ’ ένα μάλλον «κυριλέ» εστιατόριο. Ο άνδρας με γκριζογάλανα μάτια και μεγάλη μύτη. Μαλλιά καστανόξανθα και γένεια. Φορούσε μπλε λινό σακάκι, γραβάτα «διακριτική» με σκούρες μπλε λεπτές ρίγες και λευκό παντελόνι. Η κοπέλλα μάλλον ψηλή, με μαύρα μακρυά μαλλιά, ντυμένη στα λευκά. Ο σερβιτόρος οδήγησε το ζευγάρι στον κήπο. Τους έδειξε το τραπέζι τους. Ετοιμαζόντουσαν να καθήσουν. Τρεις μεσόκοποι μελαχρινοί άνδρες με κοστούμια και γραβάτες καθόντουσαν στο διπλανό τραπέζι. Αμέσως, ο μεσαίος πετάχθηκε όρθιος. Ο νεαρός άνδρας μονολόγησε «εσύ, κάθαρμα!», και έβγαλε περίστροφο ταυτόχρονα με τον διπλανό του μεσαίου. Ο νεαρός πιο γρήγορος, πιο ψύχραιμος (ίσως, και πιο τυχερός), πυροβόλησε πρώτος τον ένοπλο μεσόκοπο, μετά τον μεσαίο και, τέλος, τον τρίτο. Μία σφαίρα για τον καθένα. Επακολούθησε πανικός. Ύστερα, έφυγε τρέχοντας προς το δασάκι, τον ακολουθούσε η νέα γυναίκα, μάλλον αμήχανη, αλλά σίγουρα ψύχραιμη. Σε δευτερόλεπτα είχαν χαθεί στα δένδρα, στο σκοτάδι.
για το συγγραφέα:
Γεννήθηκε τη 12η Οκτωβρίου 1955 στην Αθήνα.
Είναι δικηγόρος και ομιλεί τη γαλλική και την αγγλική (μπορεί να συνεννοηθεί και σε άλλες γλώσσες).
Κατά τη νεότητά του, ταξίδευε πολύ στην Ευρώπη, και μόνο δύο φορές στην Ασία.
Με τη γυναίκα του κάνουν ακόμη ελεύθερη κατασκήνωση. Πολιτικά είναι ανένταχτος.
απόσπασμα από το βιβλίο:
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ
Έτος έκδοσης: 2017
ISBN: 978-960-438-198-2
Σελίδες: 400, Τιμή: € 19,08
5 Ιουλίου 2017
#1
Σημαντική αναφορά σε μια μελλοντική Ιστορία της μεταπολιτευτικής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας θα πρέπει να κερδίσει ο Νώντας Παπαγιάνης, συγγραφέας του μυθιστορήματος «Η ιστορία του Waldo Wakerloo», που βγήκε μόλις από τις εκδόσεις Περίπλους – Διονύσης Βίτσος, εφόσον βέβαια υπάρξει τέτοια Ιστορία κι εφόσον αυτός/ή που θα τη συντάξει θα είναι άνθρωπος ανοιχτόμυαλος, που δεν θα φοβηθεί να αναμετρηθεί με το πολιτικά μη ορθό, το πρωτότυπο, το προκλητικό, το εκτός κλισέ.
Η υπόθεση
Η βασική υπόθεση του βιβλίου είναι απλή και ευσύνοπτη. Το 1973-4 η αριστερίστικη Αυτόνομη Σοσιαλιστική Οργάνωση (ΑΣΟ) εκτελεί δύο βασανιστές και στη συνέχεια «ανοίγει» στη νέα γενιά: στρατολογεί σχεδόν αποκλειστικά φοιτητές και φοιτήτριες της Νομικής Αθήνας, οι οποίοι εκπαιδεύονται στο Λίβανο και στην Ανατολική Γερμανία και, στη συνέχεια, διεισδύουν στον κρατικό μηχανισμό σαν δικαστές, εισαγγελείς αλλά και στελέχη της αστυνομίας και αξιωματικοί του στρατού. Ταυτόχρονα, η ΑΣΟ, οργανωμένοι σε πέντε βασικές αθηναϊκές αχτίδες, προχωρεί σε εκτελέσεις ενοχλητικών προσώπων που είχαν ιδιότητες όπως μπάτσος, δικαστής, εσατζής, ακροδεξιός, καραβανάς, φαλλοκράτης (!), εργοδότης, κνίτης (!), ποινικός πρώην θανατοποινίτης, δημοσιογράφος, πολιτικός, εισαγγελέας, δικηγόρος και όχι μόνο.
Αλλά τον Μάη του 2004 η οργάνωση, ενώ έχει σχεδιάσει να διαλύσει τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, αποκαλύπτεται, εν μέρει από ένα τυχαίο γεγονός στην Αθήνα κι εν μέρει από την ανάγνωση αρχείων της Στάζι (η μυστική αστυνομία της Ανατολικής Γερμανίας). Τότε τα μέλη της και, ιδίως, οι επικεφαλής των πέντε αχτίδων διαφεύγουν. Ο Waldo Wakerloo, προσωπείο που έχει υιοθετήσει κάποιος από τους πρωταγωνιστές της ΑΣΟ σταδιοδρομώντας και πλουτίζοντας σαν πεζογράφος και ποιητής, δεν πιάνεται ποτέ.
Τεχνικά στοιχεία
Χρονολογικά, το βιβλίο φτάνει μέχρι το 2010, ενώ σε γενικές γραμμές η αφήγηση είναι γραμμική και χαρακτηρίζεται από κορυφώσεις. Εξάλλου ο αφηγητής είναι κατά περίπτωση είτε παντογνώστης με τριτοπρόσωπη αφήγηση, είτε αυτόπτης και αυτήκοος στο «παραδοσιακό καφενείο» (αναγνωρίζονται εύκολα οι «Μουριές» της Χ. Τρικούπη και Βαλτετσίου). End of story.
Το ύφος και το ετερόκλητο υλικό
Πέρα από την υπόθεση, ό,τι κάνει το βιβλίο δείγμα ευφυούς λογοτεχνίας είναι ένα επιπλέον δίδυμο:
Πρώτο, το ύφος του. Συνδυάζονται χιούμορ, μιξοκαθαρεύουσα, αυτοσαρκασμός, κοφτό γράψιμο (ειδικά κατά την καταγραφή των εκτελέσεων), υπέροχοι τίτλοι κεφαλαίων, η επαναλαμβανόμενη φράση δε χάνεις τίποτα «να τηρείς τους συνωμοτικούς κανόνες», παρεμβάσεις του συγγραφέα (μέχρι που αποκαλεί «τσιγγούνη» (sic) τον εκδότη του) κ.λπ.
Δεύτερο το ετερόκλητο του υλικού του, που αντανακλά δημιουργικά εμμονές του συγγραφέα. Ενυπάρχουν και συνυπάρχουν θέσεις για το γυμνισμό, φωτογραφίες, μουσική (και παρτιτούρα), προκηρύξεις και έντυπα της εποχής, κριτική για τον υπαρκτό σοσιαλισμό, μια πινακοθήκη εύκολα αναγνωρίσιμων δημόσιων προσώπων (πολλά από τα οποία εκτελούνται – αν και ο συγγραφέας επισημαίνει στην αρχή ότι κάθε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα είναι τυχαία), ένα χρονικό της μεταπολίτευσης από τη σκοπιά του αναρχοαυτόνομου χώρου, ποίηση, ποικίλοι μύθοι και η ανατροπή τους, ποικίλοι «μαλάκες» επίσης (πολλά κεφάλαια έχουν τη σχετική λέξη στον τίτλο τους), αριθμοεμμονικές αναφορές (χαρακτηριστικός ο τρόπος αρίθμησης των κεφαλαίων, τα οποία, παρεμπιμπόντως, είναι 114), προσωπικά σημειώματα, πολλή και λεπτομερής Αθήνα αλλά και τόποι του εξωτερικού (ειδικά εκεί όπου οι τρομοκράτες διαφεύγουν κ.λπ.), γλωσσικές και γλωσσολογικές παρατηρήσεις, ένα περίεργο μείγμα που κατά τη γνώμη μου συγκεράζει αναρχοφιλελευθερισμό – αστικό δημοκρατισμό – φιλοτρομοκρατική στάση, θέσεις για πολλά ιστορικά γεγονότα, το μυθιστόρημα «Finis USA» στο οποίο οι ΗΠΑ κομματιάζονται (με το σχετικό χάρτη, φυσικά), τρομερές υποσημειώσεις για τα πάντα, και πολλά άλλα. Όλα όμως ενορχηστρωμένα επιτυχώς, σα μακεδόνικη σαλάτα.
Κατακλείδα
Με λίγα λόγια, είναι ένα βιβλίο που θα κάνει σοφότερους/ες όσους/ες το διαβάσουν, προκαλώντας ταυτόχρονα χαμόγελο, γεννώντας προβληματισμούς και προσφέροντας απλόχερα γνώση. Γιατί ο συγγραφέας, εκτός των άλλων, είναι και γνώστης του λεγόμενου «χώρου» και σοφός.
«Η ιστορία του Waldo Wakerloo», εκδ. Περίπλους – Διονύσης Βίτσος
Υ.Γ. Αλλά ποιος είναι αυτός ο Νώντας Παπαγιάννης; Εδώ έχουμε το εκκωφαντικό ντεμπούτο ενός προσώπου δίχως δίχως βιογραφικά στοιχεία στο βιβλίο.
5 Ιουλίου 2017
#2
Ένα βιβλίο για την τρομοκρατία από έναν εκπρόσωπο της γενιάς της μεταπολίτευσης
Επαμεινώνδας Παπαγιάννης: «Η ιστορία του Waldo Wakerloo», εκδόσεις Περίπλους
Αυτό το ολότελα sui generis βιβλίο (εκδ. Περίπλους, 2017) έχει πολλά χαρίσματα, γλώσσας, ύφους, ατμόσφαιρας, περιεχομένου, που θα τα απολαύσουν οι πραγματικοί βιβλιόφιλοι και πολιτικοποιημένοι της γενιάς μου (εποχή της μεταπολίτευσης) μέσα από τις 400 σελίδες του, γιατί αυτοί είναι το πρώτο μεγάλο κομμάτι στο οποίο απευθύνεται. Το δεύτερο είναι όσοι ενδιαφέρονται για το φαινόμενο της τρομοκρατίας και τις στάσεις κομμάτων και συλλογικοτήτων απέναντί του, από όποια σκοπιά κι αν το βλέπουν και το τρίτο όσοι ενδιαφέρονται για την πολιτική Ιστορία της μεταπολίτευσης και για δύσκολα θέματα όπως το Μακεδονικό, από αιρετική σκοπιά, αφού ο συγγραφέας σαρώνει το μεταπολιτευτικό χρόνο με διάφορες αφορμές που του δίνει το καθ’ αυτό κείμενο, κάνοντας παράλληλες αυτόνομες εκτεταμένες αναφορές, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Θέλω να ελπίζω πως θα εκτιμηθεί και από κάποιους σπάνιους νέους, που υποψιάζονται πως η εποχή και τα ξεχωριστά υποκειμενικά πολιτικά αποστάγματα της Μεταπολίτευσης του 1974, έχουν πράγματα να τους μάθουν και να τους πουν.
Η επαναστατική οργάνωση “Αυτόνομη Σοσιαλιστική Ομάδα” (ΑΣΟ) συγκροτείται στην Αθήνα λίγο πριν την μεταπολίτευση, δίνει ένα χτύπημα επί Χούντας και δρα ως και τις αρχές του 2000. Τα μέλη της είναι άνθρωποι με ικανότητες, κοινωνική θέση και μόρφωση. Έχουν διεισδύσει σχεδιασμένα σε σημαντικά πόστα του δικαστικού, αστυνομικού, στρατιωτικού κρατικού μηχανισμού, με σκοπό να χτυπήσουν πρόσωπα, που κατά την επαναστατική κρίση και την ανθρώπινη συνείδηση της οργάνωσης εκπροσωπούν όλες τις βαθμίδες της απολυταρχικής εξουσίας, η οποία παρανομεί ατιμώρητη σε βάρος αθώων ανθρώπων. Ο πρωταγωνιστής μπαίνει στο στόχαστρο των ερευνών της κρατικής δίωξης και την υπόθεσή του θα παρακολουθήσουμε, ανάμεσα σε διαρκείς παρεκβάσεις προς παράλληλες ιστορίες άλλων μελών της οργάνωσης, που όλες τους συνδέονται με έναν πανταχού παρόντα συνεκτικό ιστό, ο οποίος σαν κλωστή διαπερνά με λογικούς συνειρμούς και παρεμπίπτοντες πολιτικούς ή και φιλοσοφικής και δημοσιογραφικής υφής στοχασμούς, όλες τις σελίδες και τα κεφάλαια του βιβλίου, τα οποία έχουν αριθμηθεί όλως ιδιότυπα, με κεφαλαία γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, με το αρχαίο ελληνικό ακροφωνικό σύστημα. Μερικοί εκτελεστές της οργάνωσης εκπαιδεύονται σε συνθήκες στρατοπέδου στη Λαοκρατική Γερμανία, από το τότε καθεστώς, που ο συγγραφέας προφανώς αντιπαθεί, τουλάχιστον όσο και ο υπογράφων, για τον πόνο και την διαίρεση των ανθρώπων που προκάλεσε. Είχε προηγηθεί ταχύρυθμη εκπαίδευση για κάποιον το 1977 από Παλαιστίνιους στο Νότιο Λίβανο. Η επαφή του κεντρικού ήρωα του βιβλίου Γιάννη Σταμάτη, γεννημένου το 1955, κάτοικου της Νεάπολης της Αθήνας, που μπήκε στη Νομική στα 1974, με το μουσουλμανικό στοιχείο των εκπαιδευόμενων, ήταν τραυματική και λόγω του πουριτανισμού τους.
Ο συγγραφέας δημοσιεύει και την έγχρωμη φωτογραφία του κεντρικού του ήρωα Wakerloo (το βιβλίο έχει πολλές ασπρόμαυρες με μια ευρεία θεματική ποικιλία), ενός συμπαθητικού, πολλές γυναίκες θα τον βρουν και ωραίο, γενειοφόρου 30άρη, αν το εκτιμώ σωστά. Αρχικά ο συγκεκριμένος, στα 2004 ως μπάρμαν στο Ντένβερ του Κολοράντο γνωρίζεται με το ιερό τέρας της αμερικανικής κουλτούρας, τον Kimon Schuster (ένα από τα πάρα πολλά υπαινικτικά ονόματα του έργου, εδώ θα εννοεί τον Kimon Friar που είχε εκδοθεί στα 1958 στους περίφημους Simon & Schuster της Ν.Υ.), ο οποίος τελικά αναλαμβάνει να προωθήσει τα νεανικά ποιήματα του Waldo. Το 2007 ο Waldo εκδίδει ένα βιβλίο με πεζό κείμενο, τις ιστορίες πέντε ανθρώπων, από τον οίκο Friar and Simon και έτσι επιβεβαιώνεται η υπόθεση που έχει κάνει ο ενημερωμένος αναγνώστης και η εμμονή του συγγραφέα να τον βάζει να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από τα συνεχή σημαδιακά ονόματα που αναφέρονται στο βιβλίο. Εκεί στο Σαν Φραντσίσκο μπλέκεται με το θέατρο και ο papayannis2συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία, επινοώντας δυο Αμερικανίδες σκηνοθέτιδες, να εκθέσει το θέμα του γυμνού, γυναικείου και ανδρικού, στο θέατρο, στον κινηματογράφο αλλά και στην φυσιολατρική του διάσταση. To 2008 o συγγραφέας-που δεν διαβάζει ποίηση- ανακάλυψε τυχαία και μια ποιητική συλλογή του Wakerloo σε αθηναϊκό βιβλιοπωλείο, έκδοση του οίκου «Ελέφας του πνεύματος», με ποιήματα που γράφτηκαν μεταξύ 1971-’79 και που εκτίθενται και στο τέλος του βιβλίου αυτού, όχι άμοιρα νομίζω λογοτεχνικής αξίας.
En passant γίνεται και απαξιωτική αναφορά σε γνωστή μη κατονομαζόμενη, αλλά εύκολα αναγνωριζόμενη τρομοκρατική οργάνωση, που εξαρθρώθηκε. Στηλιτεύεται τόσο ο ερασιτεχνισμός της όσο και η επιλογή αυτών που εκτελούσε και αναφέρεται πως η μακροχρόνια δράση της οφείλεται στην ανικανότητα των ελληνικών διωκτικών αρχών, η οποία ξεπεράστηκε όταν εκτελέστηκε Άγγλος αξιωματικός και τότε πήραν την υπόθεση στα χέρια τους οι συμπατριώτες του. Προσωπικά διαβλέπω μια αντιπάθεια του συγγραφέα στην μικρόνοια, στον συντηρητισμό, στον μικροαστισμό, στην πρωτόγονη πατριωτική αντιιμπεριαλιστική θεματολογία και στην κούφια ρητορεία αυτής της οργάνωσης, η οποία εκτός από την αυτοκαταστροφή των μελών της και την εξόντωση ακόμη και ολότελα αθώων ανθρώπων, προκάλεσε μια γιγάντωση των κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών. O συγγραφέας δείχνει και τη δυσαρέσκειά του, που νομίζω πως τη συμμερίζεται κάθε λογικός άνθρωπος, που η οργάνωση αυτή εκτέλεσε συνειδητά και ένα πολιτικό πρόσωπο, γνωστό αγωνιστή του αντιδικτατορικού αγώνα.
Υπάρχει και η πρωτοτυπία της εκτέλεσης από την ΑΣΟ ενός μέλους του ΚΚΕ, το οποίο είναι προφανές πως στα μάτια του συγγραφέα είναι ένα υπερσυντηρητικό αντιδραστικό κόμμα, με εμφανείς αντιστοιχίσεις και ομοιότητες με τον κόσμο της ακροδεξιάς. Παρεμπιπτόντως ο Παπαγιάννης παίρνει μια γενναία νομίζω θέση στο ζήτημα των δηλώσεων μετανοίας μετά τη λήξη του Εμφυλίου, εξηγώντας με λογικά επιχειρήματα το κόστος της χαμένης ευτυχίας χιλιάδων ανθρώπων, που υπάκουαν τυφλά στην κομματική γραμμή και στο φόβο της συντροφικής αποδοκιμασίας, που δεν μπορούσαν να τον σηκώσουν, προτιμώντας να παρατείνουν τα μαρτύριά τους που μια δήλωσή τους σχεδόν θα τα εξαφάνιζε.
Εν διελεύσει το βιβλίο ασχολείται και ξετινάζει διάφορους μύθους, εθνικούς, αριστερούς, λαϊκούς, μερικούς πολύ ειδικούς όπως του Ο.Κ. (υποτίθεται «όλα καλά»), τον μύθο του ρωσικού φιλελληνισμού, αυτόν του ισραηλίτικου ανθελληνισμού, με όλες τις παραμέτρους που τους συνοδεύουν. Χαρακτηριστικά αναφέρω το γνωστό αστικό μύθο της εισαγωγής της πατάτας στην Ελλάδα με τον Καποδίστρια, που τον βρίσκουμε σε παραλλαγές και σε άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, πράγμα που εγώ αγνοούσα. Νομίζω πως συνδετικός κρίκος όλων τους, όπως τον υπονοεί ο συγγραφέας, είναι οι συλλογικές ονειρώξεις πως αποτελούμε μια πολύτιμη μοναδικότητα του παγκόσμιου χάρτη των ανθρώπων, μια φαντασίωση που είναι φανερό πως ο Παπαγιάννης την θεωρεί φυσιολογική προέκταση ενός αθροίσματος ατομικών εγωισμών, ανασφαλειών και συμπλεγμάτων, μέσα σε ένα πέλαγος συλλογικής αυταπάτης και υποκριτικού προσχηματικού εθνικού αυτοθαυμασμού.
Περί το τέλος του βιβλίου του βρίσκει την ευκαιρία να απομυθοποιήσει τον Καραμανλή τον πρεσβύτερο, παρουσιάζοντας αυτόν που οι αυλοκόλακες ονόμασαν Εθνάρχη, με τη γραφίδα ενός από τους ήρωές του, όπως ακριβώς ήταν. Ένας φιλόδοξος αυταρχικός βλάχος, που έστησε το αστυνομικό και διεφθαρμένο Κράτος της «Ε ρε» και καθυστέρησε τον εξευρωπαϊσμό της χώρας, προκαλώντας τα ανακλαστικά του αντιδεξιού συνδρόμου στο Κέντρο και στην Αριστερά. Αυτά πριν τη μεταπολίτευση, γιατί μετά έκανε τη γνωστή ευρωπαϊκή αλλά και γενικότερη στροφή του επί τα βελτίω. Επίσης γίνεται και μια αναφορά στην τύχη της Ελλάδας αν νικούσε το ΚΚΕ, οπότε και η χώρα θα έσπαζε αναπόφευκτα στα δυο, αφού θα ήταν αδύνατον στον ΔΣΕ να καταλάβει τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Ο Παπαγιάννης βρίσκει την ευκαιρία στους ιστορικούς περιπάτους του, μη υιοθετώντας προφανώς εδώ το «De minimis non curat praetor», με το οποίο τιτλοφορεί το ακροτελεύτιο ΗΔΙΙΙΙ (το άκρως συμβολικό 114) κεφάλαιο του βιβλίου του, να πεταχτεί από τον «Εθνάρχη» στην καρικατούρα του Στέφανου Στεφανόπουλου ή Βούδα, γιατί όπως διαφαίνεται σε όλο το έργο του, έχει πάθος για τη λεπτομέρεια και για την ανάδειξη αυτού που οι πολλοί προσπερνούν αδιάφορα σε αξιοπρόσεκτο μέγεθος, άλλοτε δίκαια άλλοτε άδικα, αυτό είναι καθαρά υποκειμενικό και όποιος πάσχει από την ίδια νόσο, όπως ο γράφων, δεν μπορεί να κρίνει. Εξιστορείται και η μυθιστορηματική «μάχη του Άθω», όπου το θεοκρατικό Κράτος παραβιάζει τα άβατα σύνορα της καλογεροκρατίας για να δώσει μάχη με τους τρομοκράτες της ΑΣΟ που κατέφυγαν εκεί. Στο τέλος του βιβλίου αποκαλύπτεται πως επίλεκτο μέλος της οργάνωσης ήταν και το πρωτοπαλλήκαρο του ηγούμενου Αφθονίου της Μονής Βλαμμενίου, γνωστής από την εμπλοκή της σε σκάνδαλο, ο μοναχός Ανεμπόδιστος.
Ο συγγραφέας, που ξαναλέω λατρεύει τον μικρόκοσμο τον οποίο ανεβάζει στο μακροσκοπικό οπτικό πεδίο, ξετυλίγει όλη την γκάμα των πιο ετερόκλητων ενδιαφερόντων και προβληματισμών του, συνδεδεμένων όμως με λογικό νήμα στη ροή της υπόθεσης, έτσι που να τις θεωρεί και ο πιο αδιάφορος αναγνώστης, απαραίτητες. Πετάγεται ακόμη και σε ιστορίες στρατιωτικής θητείας, στο αγαπημένο δηλαδή πεδίο αφηγήσεων και γεωμετρικό τόπο πολλών νεανικών αναμνήσεων του μέσου Έλληνα, όχι υποχρεωτικά Ελληναρά, που αποπνέει το άρωμα της παρέας, των νιάτων, της ανδρικής δοκιμασίας, των υποτιθέμενων ηρωικών αναμνήσεων, της νοσταλγίας μιας γλυκόπικρης εποχής, που δεν θα ξαναγυρίσει παρά μόνο αν γίνει ξανά μια δεύτερη οπερετική επιστράτευση σαν κι αυτήν του 1974.
Προσωπικά από την όλη πλοκή του έργου εισέπραξα το ασίγαστο πάθος του συγγραφέα για μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων, ορθολογική και δίκαιη με δημοκρατικό κρατικό μηχανισμό και με πολίτες ώριμους. Ο συγγραφέας έχει πάθος με τη Δικαιοσύνη, γι’ αυτό επιτρέπει στον εαυτό του την μυθιστορηματική άθεσμη εκτέλεση των κάθε λογής καθαρμάτων που βιάζουν την ελευθερία, το σώμα και τα δικαιώματα αθώων ανθρώπων, των οποίων τα αμαρτήματα, την προσωπικότητα και τις ιδιαιτερότητες απαριθμεί με σύντομες πινελιές, σαν τον ακριβοδίκαιο κριτή που δεν θέλει να αδικήσει ούτε τον εκτελεστή αλλά ούτε και το θύμα του. Το τέλος καθενός από τα εκθέματα της Πινακοθήκης των θυμάτων της ΑΣΟ, ανακοινώνεται στο τέλος κάθε σύντομης προσωπικής τους περιγραφής απολύτως επιγραμματικά, με ύφος δωρικού στρατιωτικού ανακοινωθέντος. Για παράδειγμα ο γλοιώδης συνδικαλιστής του ΔΣΑ, ο Μ.Χ. (αναφέρεται το πλήρες όνομα, που για μένα και κάθε αμύητο στα αθηναϊκά δικηγορικά, είναι σωστός γρίφος): «Εκτελέστηκε (με τον κλασσικό τρόπο) το πρωί της Πέμπτης 10 Απριλίου 1997, στην οδό Σκουφά, ενώ πήγαινε στο γραφείο του».
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, περιπλανώμενος ανά την Υδρόγειο, καταζητείται από τις υπηρεσίες των ΗΠΑ και του δυτικού κόσμου, ακόμη και από Κνίτες και από Ισλαμιστές. Κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται, μπορεί να είναι κρυμμένος με την αποκοτιά του ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου μπορεί να έχει κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου ή να έχει εξελιχθεί σε αρχηγό κάποιου Κράτους, υποθέτω τριτοκοσμικού. Ο συγγραφέας μας περιγράφει και κινηματογραφική απόδραση από διαμέρισμα, το οποίο παρακολουθείται από μυστικούς αστυνομικούς, χάρις στην αφέλεια ενός ζεύγους γειτόνων. Οι δυο τους διατίθενται μέσα στην άγνοιά τους να βοηθήσουν τον αποδρώντα, επειδή προφασίζεται την ανάγκη βίωσης της εμπειρίας του σεναρίου κάποιας ταινίας, που δήθεν θέλει να γυρίσει. Το γράφω αυτό για να επισημάνω την ευρύτατη γκάμα πρωτότυπων ευφάνταστων περιστατικών, που ξετυλίγει με την επινοητικότητα παλιών συγγραφέων της αστυνομικής λογοτεχνίας ο Παπαγιάννης. Πολλοί σύντροφοί του όμως έχουν συλληφθεί ή και εξοντωθεί, κυρίως λόγω κρίσιμων σφαλμάτων στα οποία υπέπεσαν και τα οποία ο συγγραφέας επισημαίνει με την ψυχρή φρασεολογία του αυστηρού αφ’ υψηλού καταγραφέα συμβάντων και μεθόδων. Αφ’ υψηλού και εκ του μακρόθεν; Δεν είμαι απολύτως σίγουρος. Είναι τελικά φανερό πως ο Παπαγιάννης, με όλο το βρετανικό του φλέγμα το οποίο εμένα μου θυμίζει την λεπτή ειρωνεία των δυτικών περιηγητών που απαθανάτισαν με μάτι διεισδυτικό την Ελλάδα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Όθωνα, μεταπίπτοντας από μια αδιόρατη στοργική ματιά στο λεπτό σαρκασμό, νιώθει κάποια συμπάθεια ή και ψυχική ταύτιση με κάποιους από τους ήρωές του, ίσως τους πιο ευαίσθητους, που θα τους ήθελε ζωντανούς. Διαβάζοντας όλη αυτή τη σχολαστική και άκρως πυκνή, λεπτομερειακή, υπαινικτική, ευρηματική και χιουμοριστική εξιστόρηση, ώρες-ώρες νόμιζα πως ο Παπαγιάννης παίζει μαζί μας, ομολογώ πως συνέλαβα τον εαυτό μου, εγώ ένας εχθρός όλων αυτών των ομάδων που πολεμούν εξ αριστερών το αστικό καθεστώς και τον «ιμπεριαλισμό», να συμπάσχει με τους ήρωές του, που πολεμούν αυτό που νιώθουν ως κρατική και παρακρατική τρομοκρατία και που μου θύμισαν την εφηβική μου συμπάθεια στους ντεσπεράντος κάου μπόις των φιλμ Γουέστερν και στον Ρομπέν των Δασών. Αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία.