ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ 30% ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
Τα παραμύθια που καταγράφονται στο πρώτο μέρος αυτού του βιβλίου τα άκουσα απ’ τη γιαγιά μου, τη μητέρα του πατέρα μου, που γεννήθηκε στο χωριό Γέννα της περιφέρειας Λουλέμπουργκαζ της ανατολικής Θράκης το έτος 1894.
Το 1922 με την πρώτη ανταλλαγή των πληθυσμών πέρασε με την οικογένειά της στη δυτική Θράκη. Ένοιωθα πολύ τυχερή που είχα τους παππούδες μου στο σπίτι. Είχαν κι οι δυο ταλέντο στην αφήγηση.
Ο παππούς Ανεστός μας μάζευε και μας αφηγούνταν ¨γεγονότα¨. Τα γεγονότα ήταν πραγματικές ιστορίες που τις έζησε ο ίδιος.
Η γιαγιά, πάλι, είχε μια απίστευτη ικανότητα να θυμάται παραμύθια και να τα αφηγείται με τόση νοστιμάδα που μας καθήλωνε. Εκατοντάδες παραμύθια άκουσα απ’ τη γιαγιά μου.
Μεγαλώνοντας, τα καταχώνιασα σ’ ένα συρτάρι της μνήμης και τα άφησα εκεί μέχρι που αποφάσισα την καταγραφή τους.
Το δεύτερο μέρος έχει παραμύθια που συνέλεξα η ίδια. Όπου πήγαινα κι όπου βρισκόμουν, ρωτούσα αν ξέρουν να μου πουν κανένα παραμύθι. Τις περισσότερες φορές, δεν πετύχαινα κανένα αποτέλεσμα και γύριζα με άδεια χέρια, ή μάλλον με άγραφη κασέτα. Οι άνθρωποι δύσκολα ανοίγονται σε αγνώστους.
Κατέγραψα και μερικές μικρές ιστορίες που άκουσα και νομίζω πως εντάσσονται κι αυτές στο χώρο των λαϊκών παραμυθιών. Μερικές απ’ αυτές τις θυμάμαι από παλιά και άλλες μου τις αφηγήθηκαν όταν αναζητούσα παραμυθάδες. Οι μικρές αυτές ιστορίες, είναι πολύ πιθανό να συνέβησαν κάποτε και με το πέρασμα των χρόνων πήραν τη μορφή μύθου, έγιναν «μύθια».
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Η αλεπού και τα ψάρια
Μια φορά κι έναν καιρό η κυρά Μάρω η αλεπού πεθύμησε να φάει ψάρια. Που να τα βρει όμως, να ψαρέψει δεν ήξερε, λεφτά για ν’ αγοράσει δεν είχε, σκέφτηκε να κλέψει. Πήγε το λοιπόν στο δρόμο που περνούσε κάθε μέρα ο ψαράς και διαλαλούσε τα ψάρια του και μόλις τον άκουσε από μακριά ξαπλαρώθηκε μες τη μέση στο δρόμο κι έκανε την ψόφια. Ο ψαράς όταν έφτασε κοντά την είδε, και σκέφτηκε να την πάρει, να τη γδάρει και να κάνει μια γούνα με το τομάρι της. Σταμάτησε και την πέταξε πάνω στο κάρο, δίπλα στα πανέρια με τα ψάρια. Αυτή η πονηρή, άρχισε να ρίχνει ένα- ένα ψάρι στο δρόμο και μόλις τα έριξε όλα, πήδησε κι αυτή και τα μάζεψε στην ποδιά της.
Πάει λοιπόν στο σπίτι της , τα βάζει σ’ ένα πανέρι και τα κρεμάει ψηλά στην αγριντιά από ένα καρφί. Βάλθηκε ύστερα να ανάψει φωτιά να τα ψήσει. Πάνω στην ώρα να κι ο λύκος.
-Καλημέρα κυρά- Μάρω, λέει ο λύκος , τι ετοιμάζεσαι να ψήσεις;
-Τίποτα, να σε χαρώ , του λέει αυτή. Κρύωσα και είπα ν’ ανάψω φωτιά να ζεσταθώ.
Τότε τα μάτια του λύκου έπεσαν στο πανέρι.
-Τι έχεις στο πανέρι κυρά- Μάρω; Ρωτάει.
-Μην κοιτάς πολύ κατά πάνω, του λέει αυτή γιατί έχω βελόνια στο πανέρι, να μην πέσει κανένα και σε βγάλει τα μάτια.
– Ψάρια μου μυρίζονται, λέει ο λύκος, και ξεκρεμάει το πανέρι να δει. Α, κυρά –Μάρω, ψάρια έχεις , γιατί με λες ότι έχεις βελόνια;
-Μαξούς σε το είπα για να σε πειράξω, του λέει αυτή. Κάτσε να φάμε.
Έκατσε ο λύκος αλλά που να χορτάσει με τα ψάρια που του έβαλε η αλεπού στο πιάτο.
-Δε με είπες που τα βρήκες κυρά Μάρω μπας και τα’ κλεψες;
– Δεν αντρέπεσαι, τι πράματα λες, εγώ να κλέψω; Λέει θιγμένη τάχα η αλεπού. Στο ποτάμι τα ψάρεψα, όπως όλος ο κόσμος.
-Θα με πεις πως τα ψάρεψες να πάω να ψαρέψω κι εγώ; Ρωτάει ο λύκος.
– Να σε πω γιατί να μη σε πω. Να, έδεσα ένα κοφίνι στο λαιμό μου, το γέμισα πέτρες και έπεσα στο ποτάμι. Μόλις μπήκα μέσα , άδειασα τις πέτρες και γέμισα το κοφίνι με τα ψάρια που βρήκα στον πάτο, του λέει η αλεπού.
Πάει κι αυτός ο χαζός, κρεμάει ένα κοφίνι στο λαιμό του, το γεμίζει πέτρες και πηδάει μέσα στο ποτάμι. Κόντεψε να πνιγεί. Η αλεπού τον έσωσε που πήγαινε στο ποτάμι εκείνη την ώρα για να πλύνει τα κιλίμια της.
-Αχ κυρά Μάρω, γιατί με είπες να βάλω πέτρες στο κοφίνι, και να τις αδειάζω μετά για να βάλω ψάρια; Κόντεψα να πνιγώ, ίσα στον πάτο με πήγαν οι πέτρες. Λέει ο λύκος.
– Τι να σε πω, βρε σερσέμη, αφού είσαι μπουνταλάς και πιστεύεις ότι σε πουν, τι να σε κάνω, για, του λέει η αλεπού.
-Να με πεις που βρήκες τα ψάρια να βρω κι εγώ, λέει αυτός.
Τι να κάνει η αλεπού, του τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα.
Την άλλη μέρα, παραμονεύει ο λύκος και μόλις ακούει τον ψαρά από μακριά, πάει κι αυτός και ξαπλώνει φαρδύς πλατύς στη μέση του δρόμου και κάνει τον ψόφιο.
Τον βλέπει ο ψαράς, και σταματάει το κάρο. Παίρνει ένα στειλιάρι και πάει και τον αρχίζει. Να κι αυτή, να και κείνη τον σκότωσε το λύκο. Τον φορτώνει μετά στο κάρο, ανεβαίνει κι αυτός και ξεκινάει μονολογώντας. ¨την άλλη φορά την έπαθα με την αλεπού, δεν την ξαναπαθαίνω. Πρώτα θα είμαι σίγουρος ότι βάζω ψόφιο ζλάπι στο κάρο και μετά θα φεύγω.
Κι έτσι ο λύκος που έκανε ότι του έλεγαν οι άλλοι, χωρίς να σκεφτεί πρώτα, την έπαθε. Και η αλεπού τον ξεφορτώθηκε μια για πάντα και έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα.
Για τη συγγραφέα:Γεννήθηκε στην Ξυλαγανή του νομού Ροδόπης το 1958.
Σπούδασε Νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη.
Αργότερα, πήρε το πτυχίο του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στα πλαίσια του προγράμματος εξομοίωσης πτυχίων των Παιδαγωγικών Ακαδημιών και των σχολών Νηπιαγωγών.
Παρακολούθησε πολλά σεμινάρια και προγράμματα επιμόρφωσης.
Δούλεψε σε νηπιαγωγεία σε όλη σχεδόν την Ελλάδα.
Είναι παντρεμένη με τον Χρήστο Χατζηδημητρίου κι έχει τρία παιδιά.
Έγραψε τα παραμύθια που άκουγε απ’ τη γιαγιά της και δώδεκα απ’ αυτά έγιναν βιβλίο με τον τίτλο «Τα παραμύθια της γιαγιάς Ευδοκίας», το οποίο πωλείται αποκλειστικά απ’ το λαογραφικό μουσείο Ξυλαγανής του νομού Ροδόπης για την ενίσχυση των εσόδων του.
Το 2013 κυκλοφόρησε και το δεύτερο βιβλίο της «Ένα μπουκέτο παραμύθια», με παραμύθια δικά της. Το βιβλίο αυτό βραβεύτηκε στο διαγωνισμό «ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ» 2014.
Έχει πάρει ακόμα δύο βραβεία για παραμύθια που έγραψε.
Το παραμύθι «Μια πατούσα σκέτος μπελάς», πήρε το 1ο βραβείο στο διαγωνισμό της ΜΚΑΕ ΔΙΟΤΙΜΑ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΣ και το παραμύθι «Ο δράκος που έφαγε τα παραμύθια», πήρε 1ο βραβείο στο διαγωνισμό «ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ» 2014.
Είναι μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, του Πολιτιστικού Κέντρου Εκπαιδευτικών Ν. Λάρισας, της ΕΛΟΣΥΛ και της Θεατρικής Ομάδας Εκπαιδευτικών Λάρισας. Σε ό,τι κάνει, έχει την υποστήριξη και τη βοήθεια του συζύγου της Χρήστου Χατζηδημητρίου.
Από το 1988 ζει στη Λάρισα.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΕΥΔΟΚΙΑ ΠΟΙΜΕΝΙΔΟΥ- ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Έτος έκδοσης: 2016
ISBN: 978-960-438-178-4
Σελίδες: 270, Τιμή: € 15,90
22 Δεκεμβρίου 2016
#1
ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ
21 Φεβρουαρίου 2017
#2
ΕΥΔΟΚΙΑΣ ΠΟΙΜΕΝΙΔΟΥ – ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
«Παραμύθια, Μύθια, Αλήθεια»
Του Κώστα Λιάπη
Είναι παρήγορο το γεγονός πως μέσα στους αρνητικούς καιρούς της πολύτροπης κρίσης και της αλλοτρίωσης κάθε παλιάς ανθρωπιστικής πίστης και αξίας εξακολουθεί να έχει στην πατρίδα μας ζωντανές ακόμα τις ρίζες της και ν’ ανθίζει πάντα στις καρδιές του λαού μας η αγάπη για τη λαϊκή μας παράδοση. Κι είναι ακόμα πιο σημαντικό ίσως, μέσα στην πλημμύρα των προϊόντων και υποπροϊόντων του σύγχρονου λόγου, το να ξαναβρίσκει τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα μας την ακριβή θέση του το λαϊκό παραμύθι. Το αθάνατο κι αγαπημένο παιδί της παράδοσης, που μπορεί να έχασε στην ηλεκτρονική εποχή μας τη ζεστασιά του παλιού τζακιού αλλά και του αφτιασίδωτου λαϊκού λόγου των παλιών παραμυθάδων, δεν έχασε όμως την αποδεδειγμένα διαχρονική ψυχαγωγική και παιδευτική αξία του. Με τον βιότοπό του απλά να μετατοπίζεται τα τελευταία χρόνια από το σπίτι στο σχολείο, όπου το παραμύθι, και στις έντεχνες, έστω, μορφές του, βρήκε στέγη και ζεστή φιλοξενία στο σχολικό χώρο ως ιδιαίτερα πάντα προσφιλές μέσο ψυχαγωγίας για τα παιδιά αλλά και ως μέσον διαθεματικής προσέγγισης γνωστικών αξιών στο Νηπιαγωγείο και στο Δημοτικό Σχολείο, μέσα από το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών αλλά και διάφορων ακόμα Προγραμμάτων Δημιουργικής Απασχόλησης.
Και βέβαια γι’ αυτή την αναζωογόνηση του παραμυθιακού λόγου στον τόπο μας δούλεψαν ως μπροστάρηδες με πίστη και αφοσίωση αρκετοί σημαντικοί πνευματικοί δημιουργοί και κυρίως πανεπιστημιακοί καθηγητές. Οι οποίοι, μέσα από συνέδρια, ημερίδες, διημερίδες, ομιλίες, διαλέξεις, σεμινάρια, φεστιβάλ αλλά και έντυπα πονήματά τους, αναθέρμαναν το παραμυθιακό ενδιαφέρον και ενέπνευσαν ένα πλήθος νέων κυρίως αλλά και ώριμων ανθρώπων –και ιδιαίτερα εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης– να μπουν μ’ ενθουσιασμό σ’ αυτό το παραδοσιακό αλώνι, είτε ακολουθώντας τα αφηγηματικά χνάρια των παλιών κι αυθεντικών παραμυθάδων είτε καταγράφοντας και διασώζοντας τα παλιά λαϊκά μας παραμύθια, είτε, ακόμη, γράφοντας και οι ίδιοι παραμύθια του νέου συρμού. Έργο πολύτιμο, που, μαζί με τις αντίστοιχες μελέτες γύρω από τον πολύπτυχο ρόλο του λαϊκού μας, κυρίως, παραμυθιού, προβάλλεται «σαν αντίβαρο της τεχνοκρατίας, της παγκοσμιοποίησης και του καταναλωτισμού αλλά και σαν διέξοδος και καταφυγή του σύγχρονου ανθρώπου, που κινδυνεύει από την πνευματική ξηρασία και την ψυχική ανομβρία των νέων καιρών», όπως γράφει και ο εκ των πρωτοπόρων στη χώρα μας ερευνητών και μελετητών στο χώρο του λαϊκού μας παραμυθιού ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Β. Δ. Αναγνωστόπουλος.
Μέσα στον πλατύ κύκλο των ερευνητών, μελετητών, αφηγητών και συγγραφέων με κοινό αντικείμενο το παραμύθι αλλά και με σημαντικό κυρίως συλλεκτικό έργο, και η πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Νηπιαγωγός Ευδοκία Ποιμενίδου – Χατζηδημητρίου, με καταγωγή από την Ξυλαγανή του νομού Ροδόπης και μόνιμη διαμονή από το 1988 στη Λάρισα..
Με την αγάπη για το παραμύθι κληροδοτημένη από την συνώνυμη γιαγιά της και με τη στόφα της συστηματικής και υπομονητικής ερευνήτριας η Ποιμενίδου δεν αρκέστηκε να καταγράψει όσα παραμύθια θυμήθηκε από τούτη την πρόγονό της αλλά και όσα άκουσε από γνωστούς και φίλους στην αρχή αλλά και όσα πολλά ακόμα αποθησαύρισε, εκμεταλλευόμενη κάθε ευκαιρία, από άγνωστους συνομιλητές της κυρίως στα μικρά ή μεγάλα ταξίδια, στις εκδρομές, στις όποιες συναντήσεις της. Πέρα, όμως, απ’ τα καθαυτό παραμύθια η ίδια έχει καταγράψει και αρκετές μικρές ιστορίες, τις γνωστές και ως «μύθια», αφού με τον καιρό πήραν τη μορφή του μύθου «και δεν μπορεί να πει πλέον κανείς αν είναι μύθια ή αλήθεια», όπως γράφει και η ίδια Και βέβαια, όπως συνήθως συμβαίνει και με τους περισσότερους ίσως λάτρεις των παραμυθιών, στο συνολικό έργο της Ποιμενίδου συγκαταριθμούνται και τα δικά της «υπέροχα», κατά την κ. Ζωή Καλαφάτη, παραμύθια.
Απ’ όλη αυτή την συστηματική, ερευνητική, συλλεκτική και με στοιχεία προσωπικής παρέμβασης και κατάθεσης δουλειά της έχουμε σαν καρπούς τα τρία βιβλία της.
Το πρώτο, με τίτλο «Τα παραμύθια της γιαγιάς Ευδοκίας», εκδόθηκε το 2011 και περιέχει 12 παραμύθια απ’ αυτά που θυμάται από τη γιαγιά της και που, όπως έγραψε ο Βασίλης Αναγνωστόπουλος, «ξεχωρίζουν για την αφηγηματικότητά τους, την πλοκή και τη φαντασία αλλά και κρατούν το άρωμα των παλιών γνήσιων παραμυθιών, που στην εποχή μας, έχουν, σχεδόν εξαφανιστεί». Ακολούθησε το 2013 το δεύτερο βιβλίο της «Ένα μπουκέτο παραμύθια» με δικά της παραμύθια, που δένουν παλιούς μύθους με μηνύματα των νέων καιρών, βιβλίο που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό «ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ» το 2014. Και το τρίτο και πιο πλούσιο έντυπο πόνημά της είναι αυτό που παρουσιάζουμε με το παρόν σημείωμα: «Παραμύθια, Μύθια, Αλήθεια» (Εκδόσεις ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, Αθήνα 2016, σ.σ. 267).
Το νέο βιβλίο της εκλεκτής παραμυθογράφου, προλογίζεται με τη γνωστή υπερεπάρκεια και εμβρίθεια στα παραμυθιακά (και όχι μόνο) θέματα του Βασίλη Αναγνωστόπουλου, που έχει παρουσιάσει και το πρώτο της βιβλίο στο περιοδικό «ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ». Το ίδιο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, όπου καταγράφονται: Στο πρώτο 19 παραμύθια της γιαγιάς της συγγραφέως (ανάμεσα στα οποία και τα 12 της πρώτης συλλογής της), όπως τα θυμάται η ίδια. Στο δεύτερο 24 παραμύθια που της αφηγήθηκαν άλλοι παραμυθάδες. Στο τρίτο, που το τιτλοφορεί «Μύθια ή Αλήθεια;», 17 μικρές λαϊκές ιστορίες, αποθησαυρισμένες επίσης από παραμυθάδες που γνώρισε. Και το τέταρτο συντίθεται ουσιαστικά από ένα παραμύθι, χαρακτηριστικό δείγμα της ντοπιολαλιάς της ιδιαίτερης πατρίδας της Ξυλαγανής.
Και στις τέσσερις ενότητες προηγείται μικρό εισαγωγικό σημείωμα σχετικό με το ιστορικό της συγκέντρωσης του αντίστοιχου παραμυθιακού υλικού. Και στο τέλος καταγράφονται τα βιογραφικά όσων παραμυθάδων και λοιπών αφηγητών συνεργάστηκαν με τη συγγραφέα.
Κοινό και κύριο χαρακτηριστικό όλων των παραμυθιών του τελευταίου βιβλίου της Ευδοκίας Ποιμενίδου, όπως και του πρώτου, είναι ένα σημαντικό στοιχείο της προσωπικής αφηγηματικής τεχνικής της, όπως πέρασε και στη γραφή της. Κι αυτό συμβαίνει σε όσα παραμύθια άκουσε από τη γιαγιά της αλλά και τους άλλους παραμυθάδες δανειοδότες της. Στα οποία η ίδια «έκοψε κι έραψε» για να συμπληρώσει κενά της μνήμης των αφηγητών αλλά και στην προσπάθειά της να δώσει στις αναδιηγήσεις της το δικό της αφηγηματικό ύφος και στίγμα. Ένα στίγμα που τις διαφορές του τις είδε, ή μάλλον τις άκουσε και η ίδια, ακούγοντας το ίδιο παραμύθι σε δυο παραλλαγές του από διαφορετικούς παραμυθάδες.
Γράφει η ίδια στην εισαγωγή της για τούτες τις επεμβάσεις και παρεμβάσεις της: «Αναγκαστικά έπρεπε να διαλέξω: Να βάλω τη φαντασία μου να συμπληρώσει τα κενά, ή να τα παρατήσω. Τελικά αποφάσισα να τα γράψω, σκεπτόμενη πως η μοίρα των λαϊκών παραμυθιών είναι να τα λέει ο κάθε παραμυθάς με τον δικό του τρόπο, προσθέτοντας και αφαιρώντας, έτσι ώστε να έχουμε σήμερα παραλλαγές του ίδιου μύθου, ακόμα και στην ίδια περιοχή».
Ας μην νοιώθει, όμως, ενοχές η συγγραφέας. Μαζί της συμφωνεί με τον τρόπο του και ο νομπελίστας μας Σεφέρης όταν γράφει πως «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Το ίδιο άλλωστε δεν συμβαίνει και με τις αναρίθμητες παραλλαγές από τόπο σε τόπο, αλλά και μέσα στον ίδιο ακόμα τόπο, ενός και του ίδιου δημοτικού τραγουδιού;
Και εδώ να προσθέσω κι ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο σε παραμύθια κυρίως της γιαγιάς της. Την πρωτότυπη κατακλείδα της, που ξεφεύγοντας από τη γνωστή «και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» ή πριν απ’ αυτή, η αφηγήτρια βάζει και το εαυτό μέσα στα στερνά δρώμενα των παραμυθιών, όπως λ. χ. «Ήμουνα κι εγώ εκεί…», ή «Με κάλεσαν και μένα στο γάμο…» κ.λπ. Κάπου – κάπου μάλιστα παρωθεί και τους ακροατές της να συμμετάσχουν στην καταληκτική φάση ενός παραμυθιακού δρώμενου, όπως λ.χ. στο παραμύθι του Περσέα, με τον μαρμαρωμένο δράκο του φινάλε: «Πήγα κι εγώ και τον είδα και ήταν πολύ φοβερός, αλήθεια σας λέω. Κι αν δεν με πιστεύετε να πάτε να δείτε μοναχοί σας». Και σαν κατακλείδα της …κατακλείδας: «Kι’ έπεσε κι ένα ρεβύθι, και τελείωσε το παραμύθι»…
Με την σφραγίδα, λοιπόν, της προσωπικής μαεστρίας της Ποιμενίδου στη χρήση του παραμυθιακού λόγου τόσο τα παραμύθια όσο και οι ιστορίες – μύθια και τούτης της συλλογής της. Μια ιδιαίτερα φροντισμένη δουλειά, με τη βούλα και την αυθεντική αρματωσιά της λαϊκής παραμυθούς, με τη γνώση και τη χρήση όλων των παραδοσιακών αφηγηματικών μυστικών και παραμέτρων, που κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον του ακροατή (ή αναγνώστη στην περίπτωσή μας,) και επιπλέον του χαρίζουν τη χαρά μιας γνήσιας λογοτεχνικής απόλαυσης.
Μ’ αυτή τη γνωστική μανιέρα αλλά και με την λαμπρή επικουρία των αριστοτεχνικών εικόνων της Τέτης Σώλου μας ταξιδεύει η ίδια και μας μπάζει στους φανταστικούς χώρους και κόσμους των καλοδιαλεγμένων παραμυθιακών της αφηγήσεων και μας διασκεδάζει και μας σαγηνεύει αλλά και μας διδάσκει, με τα μηνύματα που μόνο τα λαϊκά παραμύθια μπορούν και οι γνήσιοι παραμυθάδες ξέρουν να εμπνέουν.