ΑΠΟΚΤΗΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ 30% ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
Τι γυρεύει ο νεκρός ντετέκτιβ Μπάμπης Μακεδόνας στο Αλλού;
Γιατί τον ακολουθεί η –στόμα έχω και μιλιά δεν έχω– αδελφή του;
Ποιος είναι ο Jake A. Connor και ποια η Αλίκη της Χώρας του Αλλού;
Τι δεν πήγε καλά με το ταξίδι των δαιμόνιων επιθεωρητών Renault και Pudding;
Γιατί δεν μιλά πολύ ο Γουλιέλμος του Ocham;
Τι είπε ο Αϊνστάιν σε δυο γέροντες σοφούς και μια γερόντισσα σοφή;
Ποια η άποψη της ανθρωπολόγου Chesarasara;
Γιατί είναι τέως και όχι νυν λαμπρός ψυχίατρος ο von Hamster-Ledofski;
Έχει άγνοια κινδύνου ο κβαντομηχανικός Dick Sparrow;
Γιατί η Layla αναζητά στο Αλλού τον χαμένο έρωτα της;
Είναι όντως μεταμελημένος ο Νονός Vinny Tortellini;
Γιατί ο Jelly τρώει συνεχώς ταμπέλες στο κεφάλι;
Είναι ο Φρενοβλαβής Silvio, μη φρενοβλαβής Silvia;
Ποιος ο ρόλος του αυτοδιδάκτου ανατόμου Lorenzo da Vinci;
Γιατί οι Άνθρωποι του 21ου Αιώνα
είναι μια Αφροαμερικανίδα και ένας Ινδός που ίσως είναι Ινδιάνος;
Ένα ονειρικό και αστείο ταξίδι στις εσχατιές της ανθρώπινης γνώσης.
Γιατί υπάρχει κάτι, οτιδήποτε;
Τι είναι αυτό το άτριχο πλάσμα που σκέφτεται, ρωτά και αναζητά;
Ποιο είναι το νόημα της ζωής σε ένα ασύνορο σύμπαν;
Γιατί όλα αυτά που βλέπουμε δεν είναι αυτά που βλέπουμε αλλά κάτι άλλο;
Ποια είναι η προφανής Απάντηση;
Για τον συγγραφέα:
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑΣ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Είναι γαστρεντερολόγος, διδάκτωρ ιατρικής του πανεπιστημίου Κρήτης.
Είναι παντρεμένος με την οδοντίατρο Άντα Νικολουδάκη και έχουν δυο παιδιά, τον Γρηγόρη και τον Αντώνη. Ζουν στο Ρέθυμνο. Μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον συγγραφέα στο konstantinoschatzikostas@
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Ο Μπάμπης παρακολουθούσε προσεκτικά την Dahlia Leblanc. Είχε ζωηρό και συμπαθητικό μουτράκι με το λάθος εξάρτημα στην σωστή θέση. Μια μικρή ελιά πάνω από το δεξί άνω χείλος της. Ήταν συμμετρικά μικροσκοπική, μια έκδοση γυναίκας σε μέγεθος XS. Θύμιζε πορσελάνινη μινιατούρα που έπρεπε να φυλάς προσεκτικά σε αναποδογυρισμένο γυάλινο βάζο. Θα ήταν αναμφίβολα ιδανική για τζόκεϊ σε άλογο ιπποδρομίας, αλλά για πολλά υποσχόμενη κοσμολόγος, να ρε παιδί μου, δεν σου γέμιζε το μάτι.
Ο Μπάμπης ανασκουμπώθηκε. Έκανε update και restart στα κριτήρια αξιολόγησης. Το σύστημα εντόπισε το πρόβλημα. Το σύστημα διόρθωσε το πρόβλημα. Ήταν έξυπνη. Η ευστροφία την μεταμόρφωνε σε υγιή γυναικεία φιγούρα αναγεννησιακού πίνακα. Το μαύρο δεν θα έπρεπε να έχει αποχρώσεις. Και όμως, έχει μυριάδες αποχρώσεις. Το δέρμα της είχε το χρώμα καραμέλας βουτύρου. Σε όλους αρέσουν οι καραμέλες βουτύρου. Ακόμη και σε όσους δηλώνουν πως δεν τους αρέσουν οι καραμέλες βουτύρου. Το βλέμμα της μαγνήτιζε τα ρινίσματα σιδήρου του κορμιού του Μπάμπη. Ήταν η Φλωρεντία των προικισμένων μυαλών. Η αύρα της ευωδίαζε, θύμιζε την αψιά μυρωδιά ελαφρά καμένης ζάχαρης σε χοντρή φέτα φρεσκοψημένου, βουτυρωμένου ψωμιού. Του άρεσε να την μυρίζει. Σε κάποιο άλλο σύμπαν θα μπορούσε να ερωτευτεί μια τέτοια γυναίκα. Ο τρελογιατρός του είχε πει πως δεν ερωτεύεσαι αυτό που βλέπεις. Οι φερομόνες που μυρίζεις –αλλά δεν ξέρεις πως μυρίζεις– κάνουν την επαφή. Φτάνοντας στον οσφρητικό φλοιό –λίγο πιο πάνω και λίγο πιο μέσα από την μύτη– ανατινάζουν τις αποθήκες ντοπαμίνης των εγκεφαλικών κυττάρων. Ο έρωτας είναι ένα είδος εγκεφαλικού παλιρροϊκού κύματος μεγέθους τσουνάμι. Οι νευρώνες βιώνουν μια ισοπεδωτική εμπειρία ευδαιμονίας, μια έκρηξη ευφορίας που δεν μπορούν να επεξεργαστούν. Εθίζονται από την πρώτη κιόλας φορά. Μόνο ένας τρόπος επιβίωσης υπάρχει. Να βρίσκονται συνεχώς δίπλα στην πηγή. Ο Jeb του είχε πει πως αν δεν μυρίζεις αυτόν ή αυτήν που ισχυρίζεσαι πως έχεις ερωτευθεί, δεν τον έχεις ερωτευθεί.
Ο Μπάμπης κοίταξε ένα γύρω. Η Amanda του χάρισε ένα χαμόγελο που μύριζε βασιλικό και δάφνη. Στην άλλη μπάντα του δωματίου, ο Louis Renault προσπαθούσε να ανάψει την πίπα του. Υπό άλλες συνθήκες, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Υπό τις τρέχουσες, υπήρχε. Δεν υπήρχε διακριτικός τρόπος να του πεις ότι για 6 ολόκληρα ίδιολεπτά προσπαθούσε να ανάψει μια καταραμένη ηλεκτρονική πίπα. Αυτό το πράγμα ήταν αστυνομικός επιθεωρητής; Στην πρωτεύουσα της Γαλλίας; Ευτυχώς που η έδρα της Interpol ήταν στην Λυών και όχι στο Παρίσι. Ευτυχώς; Μάλλον γι’ αυτό δεν είχε την έδρα της στο Παρίσι. Ο Vinny Tortellini έγραφε σαν τρελός. Σαν κυνηγόσκυλο με ελαφρά άνοια που θυμήθηκε μετά μακρά περίοδο νηστείας που είχε κρύψει τα κόκαλα του. Και σημείωνε τις κρυψώνες για να μην τις ξεχάσει πάλι. Πριν η παλιά του ζωή του γυρίσει την πλάτη, ήταν γνωστός ως Godfather. Στο πανεπιστήμιο τον φωνάζαν Grandfather. Την εποχή που οι άλλοι φοιτητές έσπαγαν τα τελευταία τους μπιμπίκια, αυτός έκανε βιοψία προστάτη και έτρωγε τα νύχια του περιμένοντας την ιστολογική έκθεση.
Ο Vinny ήταν 18 χρονών με καμιά σαρανταπενταριά χρόνια εμπειρίας όταν τελείωσε την σχολή. Βαρβάτης εμπειρίας. Βοηθούσε λίγο, αλλά δεν βοηθούσε και πολύ. Δεν μαθαίνεις και πολλά φυτεύοντας στο χώμα τους καθηγητές σου. Έπαιρνε τα μαθήματα με την αξία του. Το ότι οι προφέσορες ήξεραν ποιος ήταν ο Vinny, δεν έπαιξε κανένα ιδιαίτερο ρόλο. Καλά, ίσως έπαιξε ένα ρόλο, μικρό ωστόσο. Οι καθηγητές δεν κοιμόντουσαν ικανοποιητικά τα βράδια πριν από τις ημέρες εξετάσεων του Νονού. Να, σαν κάτι να τους κυνηγούσε, σαν κάτι να πήγαινε να τους αρπάξει και μόλις που κατάφερναν να του ξεφύγουν. Ο Tortellini ήταν υπόδειγμα φοιτητή. Κοιτούσε τους καθηγητές του στα μάτια. Το γιατί οι καθηγητές ίδρωναν όταν ο Vinny τους κοίταζε στα μάτια, παρέμεινε μυστήριο. Το γεγονός δεν είχε περάσει απαρατήρητο. Το διδακτικό προσωπικό έπαιρνε μια αλλαξιά καθαρά ρούχα στα εύκολα και δυο τουλάχιστον αλλαξιές στα δύσκολα μαθήματα. Ο Νονός αποφοίτησε με ένα αξιοπρεπέστατο σχεδόν 5. Ο Δον Vinny δεν ήξερε πως τα πανεπιστήμια βάζουν και την λέξη σχεδόν πριν από τον τελικό βαθμό αποφοίτησης. «Merde!»
Ο Renault είχε ανακαλύψει ένα μικρό κουμπάκι που όταν το πατούσε, αναβόσβηνε. Το πατούσε, το ξαναπατούσε, και το κοίταζε καχύποπτα. Ο Μπάμπης δεν έδωσε σημασία. Εστίασε στον Δρ. von Hamster-Ledofski. Ο Jeb ήταν χυμένος σε μια άνετη πολυθρόνα. Ο σωματότυπος του ήταν αδιευκρίνιστος. Σαν να ήταν φτιαγμένος από ζυμάρι, και αυτό, όχι της καλύτερης ποιότητας. Όταν ακούμπησε στην πολυθρόνα, είχε ένα κάποιο σχήμα. Ακολούθως η μορφή ξεχείλωσε. Άπλωσε στην πολυθρόνα. Θα μπορούσες να υποστηρίξεις πως ο von Hamster βολεύτηκε αναπαυτικά, αν και το σωστότερο θα ήταν να πεις πως η πολυθρόνα είχε βολευτεί κάτω από τον Ledofski. Είχε μακριά άλουστα μαλλιά, πιασμένα άτσαλα σε αλογοουρά. Είχε αλλοπρόσαλλο μούσι. Το αριστερό μισό ήταν φτυστό αυτό του Χο Τσι Μινχ. Αν ήσουν πεζικάριος στο Nam και έβλεπες πίσω από ένα δέντρο αυτό το μισό, πρώτα θα το πυροβολούσες και μετά θα του μιλούσες. Το δεξί μισό ήταν τυλιγμένο σε ένα κοτσιδάκι. Στην κάτω του άκρη έπαιρνε σχήμα ψαλίδας. Η μια ουρίτσα κατέληγε σε μια κεχριμπαρένια μπίλια. Η άλλη, σε ένα μεταλλικό ανάγλυφο σηματάκι με το ακρωνύμιο GMAFA. Η Nichole τον είχε ρωτήσει τι σημαίνει. Ενημέρωσε τον Μπάμπη. Give Me A Fucking Answer. Μπλέξαμε, σκέφτηκε ο Μακεδόνας. Και πολύ σωστά το σκέφτηκε.
Συγγραφέας: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑΣ
Έτος έκδοσης: 2016
ISBN: 978-960-438-187-6
Σελίδες: 456, Τιμή: € 18,20
20 Φεβρουαρίου 2017
#1
Ο Κωνσταντίνος Χατζηκώστας, διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Περίπλους το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Θα πρέπει να αστειεύεστε, κύριε μου».
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο βιβλίο η ανάγνωση του οποίου μυεί τον αναγνώστη στις επιστήμες της Φυσικής, των Μαθηματικών και της Κβαντομηχανικής. Η “μύηση” γίνεται με τέτοιο τρόπο, που ενδεχομένως θα βοηθούσε τον πιο “ψαγμένο” αναγνώστη να εμπλουτίσει τις γνώσεις του πάνω στη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν ή την κοσμολογική θεωρία του Big Bang. Άλλωστε αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι ότι η γνώση είναι δύναμη και ότι ποτέ δεν υπάρχουν παράλογες ερωτήσεις, παρά μόνο παράλογες απαντήσεις.
Πυρήνας του μυθιστορήματος είναι η θέση του ανθρώπου στο σύμπαν και ποιες ερμηνείες δίνονται γύρω από αυτό το θέμα. Πόσοι από εμάς δεν έχουμε αναρωτηθεί τόσες και τόσες φορές: Τι είναι το σύμπαν; Πώς δημιουργήθηκε; Πώς σχετίζεται με την δική μας υπόσταση; Όλα αυτά απαντώνται με πολύ πρωτότυπο τρόπο και χωρίς καμία διάθεση διδακτισμού, που εκπορεύεται από ειδικούς και απευθύνεται προς ειδικούς.
Ειδοποιός διαφορά αυτού του πονήματος είναι η αλληγορική του χροιά αλλά και το στοιχείο του χιούμορ μέσω του οποίου το, εν μέρει, δυσνόητο για κάποιους περιεχόμενο, εκλαϊκεύεται και γίνεται αρκετά κατανοητό στον καθένα μας. Άλλωστε αυτός πρέπει να ήταν και ο κύριος στόχος του συγγραφέα. Όχι να μας μεταδώσει πράγματα, που μπορεί να μην είναι του αντικειμένου μας, αλλά να μας ψυχαγωγήσει και να μας χαρίσει ώρες χαράς και ξεγνοιασιάς.
Οι διαφορετικών εθνικοτήτων ήρωες, που συνδιαλέγονται και συγκατοικούν σε ένα κοινό πολυπολιτισμικό γίγνεσθαι, με την κουλτούρα τους και τα ατομικά χαρακτηριστικά τους, αναζητούν διαρκώς τα βαθύτερα νοήματα της ύπαρξής τους.
Θεωρώ πως δεν έχει καμία σημασία αν το τέλος ήταν αισιόδοξο ή απαισιόδοξο. Σημασία έχει το ίδιο το ταξίδι, όπως λέει και ο μεγάλος μας Καβάφης. Ο συγγραφέας προσπάθησε με έναν “εναλλακτικό” τρόπο να μας μεταδώσει μηνύματα που αξίζουν της προσοχής μας και απαιτούν μια βαθύτερη εξέταση. Να μας δώσει το ερέθισμα για κάτι πιο ουσιώδες και υπερβατικό.
Καλή συνέχεια του εύχομαι, σε επαγγελματικό αλλά και σε συγγραφικό επίπεδο.
Δήμητρα Γούτση, φιλόλογος
15 Ιουλίου 2017
#2
Ο Κωνσταντίνος Χατζηκώστας είναι ιατρός και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης. Το φθινόπωρο του 2016 κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις «Περίπλους», το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Θα πρέπει να αστειεύεστε, κύριε μου!».
Το βιβλίο τυπικά μεν κατατάσσεται στο λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος, αλλά πάνω στην ανάγνωση γίνεται εύκολα αντιληπτό πως αποτελεί ένα δυναμικό απάνθισμα επιστημονικής γνώσης και φαντασίας, προσωπικής βιοθεωρίας και εμπειρικής σοφίας, υπαρξιακής αμφιβολίας και πνευματικής αναζήτησης, βιωμένου στιγμιότυπου και μνημονικού υποσυνείδητου, χαλαρής σάτιρας και έντονης χιουμοριστικής διάθεσης.
Αναμφίβολα το έργο αποτελεί προϊόν προσωπικών εμπειριών και διαβασμάτων ζωής. Ο συγγραφέας απομακρυνόμενος με χαρακτηριστική μαεστρία από τις κακοτοπιές που απειλούν τους «νεοσύλλεκτους» της συγγραφής δημιουργεί ένα περιεχόμενο που περιτριγυρίζει σχεδόν όλους τους χώρους της ανθρώπινης περιέργειας (επιστημονικούς και μη) και ικανοποιεί τον αναγνώστη όχι μόνο για την ευρύτητα και την ποικιλία των ιδεών, των γνώσεων και των θεμάτων που πραγματεύεται αλλά και για την ενδιαφέρουσα πλοκή που, όντας δομημένη σε σύντομα (κατά κανόνα) νοηματικά επεισόδια συσχετισμένα με μια ιδιότυπη συνεκτικότητα, μετατρέπει το ταξίδι στη γνώση σε παιχνιδιάρικο «σήριαλ» ιδιαίτερα απολαυστικό για τον αναγνώστη και, στο ζήτημα της μεταδοτικότητας, εξαιρετικά αποτελεσματικό.
Μέσα στο κείμενο του Κωνσταντίνου Χατζηκώστα ο μυημένος των θετικών επιστημών θα ανακαλύψει μια ευκαιρία να επιστρέψει, υπό συνθήκες ωριμότητας, στα πανεπιστημιακά και προσωπικά του ενδιαφέροντα και μάλιστα σε ύφος ασυνήθιστα, για τις θετικές επιστήμες, λογοτεχνικό. Ο αμύητος θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια εμπειρία πρωτοφανή και ίσως απαιτητική, μ’ έναν κόσμο γνώσεων, απόψεων, ιδεών, μηνυμάτων και προβληματισμών ολοκαίνουριο, όμως δοσμένο υπό το πρίσμα του προσωπικού τάλαντου ενός συγγραφέα που κατέχει άψογα τόσο την τέχνη της μεταδοτικής ερμηνείας όσο και την ικανότητα της προσιτής νοηματικής απλούστευσης.
Πρόκειται για συγγραφικές αρετές που κάνουν επανειλημμένα την εμφάνισή τους στην εξέλιξη της υπόθεσης και αποσκοπούν αποκλειστικά στην επικοινωνία των νοημάτων ή τουλάχιστον της πλειοψηφίας τους με τρόπο εναργή, δυναμικό και πρωτότυπο. «Συμμάχους» σ’ αυτή την προσπάθεια ο συγγραφέας είχε ασφαλώς την εξαιρετική κατάρτιση πάνω στη γλώσσα – μίγμα ομιλούσας ελληνικής, ξενόγλωσσων εκφράσεων, επιστημονικής ορολογίας και γλώσσας ψηφιακών μέσων – και τη συνειδητή εφαρμογή ενός ύφους γραφής παρατακτικού και μικροπερίοδου που επιτρέπει τη δημιουργική ενσωμάτωση του καθημερινού, του επίκαιρου, ακόμα και του ασυνείδητου βιώματος ως αναγκαίας συνθήκης για την εξισορρόπηση των ποικίλων, πολύπλοκων και πυκνών επιστημονικών φορτίων.
Πρόκειται για την περίπτωση που τα απόλυτα επιστημονικά δεδομένα συμπορεύονται με τις μεταφυσικές ανησυχίες για την προέλευση και τη θέση του ανθρώπου μέσα στην αχανή συμπαντική διαχρονία, όπως και για τον τρόπο που ο ίδιος ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του, τον κόσμο του και το σύμπαν από τη δική του οπτική γωνία∙ κι όλ’ αυτά παρότι τα επιστημονικά δεδομένα δεν παρουσιάζονται πάντα ως δεδομένα εξαιτίας του έμφυτου σκεπτικισμού, ενώ και οι μεταφυσικές ανησυχίες, ορισμένες φορές, μοιάζουν με διαμορφωμένες βεβαιότητες, χωρίς να σημαίνει ότι παρουσιάζονται ως δεσμευτικές για τον αναγνώστη. Σε κάθε περίπτωση ο αναγνώστης αποκομίζει μια εμπειρία ανάγνωσης λυτρωτική από τη φορμαλιστική «μονοτονία» του συνηθισμένου μυθιστορήματος, αλλά και ιδιαίτερα παιδευτική στο επίπεδο της ανάπτυξης ενός προβληματισμού που μπορεί να αποβεί ακόμα και οδυνηρός, όταν τα ερωτήματα που γεννώνται είναι περισσότερα από τις απαντήσεις που δίνονται και όταν στο τέλος της ημέρας η σκέψη απομακρύνεται αισθητά από παραδοσιακές βεβαιότητες και παραδομένες πολιτισμικές κοινοτοπίες.
Στην γενική ανακεφαλαίωση του περιεχομένου ο αναγνώστης ολοκληρώνει την ανάγνωση αισιόδοξος ή απαισιόδοξος, ανάλογα με τον προσωπικό τρόπο που αντιμετωπίζει τα πράγματα. Η Επιστήμη αποτελεί πολύτιμο εργαλείο στην απόπειρα κατανόησης του κόσμου που ο άνθρωπος γνωρίζει και του κόσμου που ακόμα δεν έχει ανακαλυφθεί. Αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί και τη μεγάλη αδυναμία του, αφενός επειδή η εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης είναι απόλυτα συνυφασμένη με τα πεπερασμένα χρονικά και νοητικά όρια της ανθρώπινης ύπαρξης και αφετέρου επειδή η διόγκωση της γνώσης για το σύμπαν αναδεικνύει με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση το ταπεινό μέγεθος του Υποκειμένου Ανθρώπου.
Το συγγραφικό πόνημα του Κωνσταντίνου Χατζηκώστα αποτελεί απόσταγμα γνώσης και σκέψης που δεν διαβάζεται ούτε βιαστικά ούτε πρόχειρα. Αποτελεί κείμενο που προϋποθέτει τον δικό του ρυθμό, που αξίζει εν τέλει μιας διαφορετικού τύπου προσέγγισης συγκριτικά με άλλα κείμενα. Ανεξάρτητα από την αρχική πρόθεση του δημιουργού – κατά δική του ομολογία, πρωταρχικός σκοπός του έργου υπήρξε η «χαρούμενη διάδοση της γνώσης με τρόπο κωμικό» – η συγγραφική του σοδειά δεν φαίνεται ακόμα ολοκληρωμένη, διεκδικώντας επιτακτικά το (αριστοτελικό) τέλος της σε μια συνέχεια που με μεγάλη χαρά – και ακόμα μεγαλύτερη ανυπομονησία – θα περιμένουμε να δούμε και να διαβάσουμε.