ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ με 10% έκπτωση ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
Γεννήθηκα λίγο μετά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο και μου ‘λαχε για νονός απ’ το πουθενά, σύντροφος του πατέρα μου στο μέτωπο, χρόνια χαμένος σε νοσοκομεία της Γερμανία, ξεχασμένος ακόμα κι από τους δικούς του και αναπάντεχα επανεμφανισθείς μετά από χρόνια. Βρήκε τον παλιό του συστρατιώτη παντρεμένο, με μικρό κορίτσι αβάπτιστο, εμένα . Αποφασίσθηκε να με βαφτίσει αυτός. Όνομα; Της Γερμανίδας νοσοκόμας που αγάπησε με έρωτα βαρύ και ανανταπόδοτο, Φρίντα. Ο πατέρας μου δεν είχε αντίρρηση . Ήδη την αδελφή του την είχαν βαφτίσει, προ εικοσαετίας Οφηλία. Έλα όμως που η γιαγιά μου, παρόλο που άκουγε στο γλυκύτατο όνομα Φωτεινούλα, ήταν κεφάλι αγύριστο. Όταν ο παπάς, μετά από κάποιους δισταγμούς είπε και το όνομα αυτής Φρίντα, η γιαγιά έκλεισε την πόρτα της εκκλησιάς και απαίτησε να προσθέσουν και το «Φωτεινή»,αλλιώς δεν θα έβγαινε κανείς από κει μέσα. Αρκάδι θα γίνει, δήλωσε.
Έτσι βρέθηκα ένα μωρό, φορτωμένο με δύο ονόματα, άκρως αντίθετα στο άκουσμα, Το ένα με τα ρο του και τα ταυ, σκληρό και τολμηρό, ίσως και μοιραίο, να θυμίζει Λιλή Μαρλέν ως εμβατήριο ( γιατί στην ουσία εμβατήριο είναι ) , το άλλο με τα λάμδα, τα νι και τα άλφα του, να λάμπει γλυκό και υποτακτικό.
Η γιαγιά μου μ’ έλεγε Φώτω, ο παππούς μου Φωτεινούλα και όλοι οι άλλοι Φρίντα, το οποίο και επεκράτησε, καθώς οι άλλοι ήταν μακροβιότεροι των γερόντων.
Μεγάλωσα. Εξωτερικά είμαι και φαίνομαι και φέρομαι σαν Φρίντα. Μέσα μου, πολύ βαθιά, η Φωτεινούλα, άντε η Φώτω το πολύ, δειλά πάει να πει το λόγο της , να βρει ένα τόπο να υπάρξει. Και μη σας ξεγελάει το γλυκό το λάμδα της και το καμπανιστό το νι. Ούτε το φι το σιωπηλό. Το φως είναι και φωτιά . Το Αρκάδι της βάβως μου της Φώτως είναι απειλή υπαρκτή. Κάποτε με κατακλύζει, ποτάμι πύρινο που θα τα κάψει όλα.
Δεν ξέρω, αν μπορείς να καταλάβεις. Για μένα η κατάσταση είναι περίπου σχιζοειδής.
Τα διηγήματα, που σήμερα αποθέτω στα χέρια σου δεν δείχνουν αυτό τον πόλεμο, είναι στιγμές απ’ τις ζωές των άλλων, που για μένα είναι οικείες, σχεδόν δικές μου.
Στο μεγαλύτερο βιβλίο, που ίσως προλάβω να γράψω , θέλω να φαίνονται και το Φρίντα και το Φωτεινή, αξεχώριστα και αγκαλιασμένα ή αντιμέτωπα σε μια εξοντωτική διελκυστίνδα επικράτησης, ή και τα δύο. Θα δείξει. Για την ώρα, σ’ εσένα, που με τιμάς κρατώντας αυτά τα διηγήματα στα χέρια σου, εύχομαι καλή ανάγνωση. Και σε ευχαριστώ.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Η «καμπερδiνα»
Η μάνα μου δεν έχει μεγάλη μόρφωση. Για τα σημερινά δεδομένα είναι αυτό που λέμε «ολίγων γραμμάτων», αλλά το μυαλό της, ξουράφι. Του στάθηκε του πατέρα μου απ’ την αρχή. Κρατούσε το γραφείο, όταν αυτός έλειπε στο εξωτερικό για τις δουλειές του. Κάνει σε καμιά κατάληξη λάθος μερικές φορές, αλλά έχει προσόντα αρχηγού. Μαστόρια, συνεργεία αυτή τα κανονίζει μέχρι και ρουμάνικα έμαθε –τα βασικά– να συνεννοείται με τον Γιάννο Πουπέσκου, τον αρχιμάστορα του πατέρα μου. Στην επικοινωνία, άσσος. Τώρα με την κρίση και τη λιτότητα, από το πρωί μέχρι το βράδυ στο τηλέφωνο. Αυτή κλείνει όσες μικροδουλίτσες εμφανίζονται, επισκευές, ημιυπαίθριοι, τέτοια, που ο πατέρας μου τις κάνει με βαριά καρδιά.
– Είναι δουλειές για μηχανικούς αυτές; Παπάρες είναι…, λέει, όταν μιλάει, γιατί συνήθως πέφτει στο σκοτάδι μιας καταθλιπτικής σιωπής.
Δίκιο έχει. Όλοι δίκιο έχουν. Και οι νοικάρηδες στο τριάρι, στο δεύτερο, εννιά μήνες τώρα, μηδέν εισόδημα και τρία μωρά. Κι ο γιος της κυρίας Χάιδως, στον τέταρτο, άνεργος πτυχιούχος κι αυτός, με γυναίκα ετοιμόγεννη. Συγχωρέθηκε και η μάνα του, πάνε και τα πεντακόσια εξήντα το μήνα. Κι ο Γιάννης, ο συμφοιτητής μου, που σταμάτησε τις σπουδές πέρυσι, περικοπές στον μισθό του πατέρα του κι αυτόν τον σχόλασαν. Παρκαδόρος νυχτερινός ήταν.
– Και τι θα κάνεις; Του είπα.
– Θα δω, πικρογέλασε. Εν ευθέτω χρόνω.
Δεν τον ξαναείδα
– «Λιτότητα» τι είναι ακριβώς, κορίτσι μου; με ρώτησε ένα βράδυ η μάνα μου. Λιτός, διάβασα το Λεξικό της «Πρωίας», τόχουμε απ’ τον παππού σου, το θυμάσαι. Είδα λοιπόν, είναι ωραία λέξη. Χωρίς περιττά στολίδια, λέει, απλός και ωραίος. Τι σχέση έχει μ’ αυτό που ζούμε;
– Διάβασε, μάνα, και τον «Μπαμπινιώτη», που είναι πιο σύγχρονος. Να, εδώ στο τέλος, λέει «… περιορίζονται στο ελάχιστο οι ανάγκες και οι δαπάνες με σκοπό τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος… κ.λ.π., κ.λ.π.», να, εδώ διάβασε «πολιτική μονόπλευρη, που αφορά κυρίως στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, μισθωτούς και συνταξιούχους…». Κατάλαβες, μαμά;
– Κατάλαβα. Δεν φταίνε οι λέξεις. Εμείς χαλάμε τη ζωή μας και έτσι κακοπαθαίνουν κι αυτές. Άκου «λιτότητα», η κόλαση, που ζει ο κοσμάκης. Γιατί, εμείς, δόξα τω Θεώ, τα καταφέρνουμε – και κοίταξε λοξά τον πατέρα, χαμένο στη σιωπή του. Όλα θα σιάξουν, συνέχισε. Φέρε να περάσω νερόξυδο την καμπερδίνα του πατέρα σου. Στα καθαριστήρια δεν τα προσέχουν.
Αχ, αυτή η «καμπερδίνα» μού ’κανε τα νεύρα σερπαντίνες. Είναι μια τρὲϊνσκότ απ’ την εποχή των ευτραφών αγελάδων –πώς να πω στη γενική το «παχιές»;– την είχε χαρίσει στον πατέρα μου ένας συνεργάτης του Σκωτσέζος, μαζί μ’ ένα κιβώτιο ουίσκι, Johnny, δωδεκάρι μαύρο… «ευχαριστώ», για μια λύση στο πολύπλοκο μηχανικό πρόβλημα που εκείνος αντιμετώπιζε, και ο πατέρας μου δεν δέχθηκε τότε αμοιβή.
O φίλος του Φαίδωνα, ο Σκωντζέζος…
Χίλιες φορές την διέκοπτα.
– “Σκωτία” είναι η χώρα, όχι “σκωντία”, μάνα. “Σκωτσέζος”, χωρίς νι …
– Καλά Σκωντσέζος, βγάλε συ το νι. Λοιπόν αυτός, πολύ τον εκτιμάει τον Φαίδωνα, του χάρισε την καμπερδίνα, καρώ από μέσα, αδιάβροχη, κοιτάξτε και το χρώμα.
– Καμπαρντίνα, ρε μάνα. Κα-μπαρ-ντί-να. Μάθε το, επιτέλους σωστά. Ντρέπομαι κάθε φορά, που το λες στον κόσμο. Σε γιορτές, σε τραπέζια … αμάν, ντρέπομαι…
– Καλά, παιδί μου, δεν είναι για θάνατο. Εντάξει, κα-μπαρντίνα.
Δεν κράταγε πολύ αυτό. Μετά από μήνες, πάλι τα ίδια. Έχει ο πατέρας σου τόσα παλτά, αλλά σαν την Σκωντσέζικη την καμπερδίνα…
– Δώσ’ την, ρε μάνα, πέταξέ την να γλυτώσουμε από την «καμπερδίνα» σου. Δέκα χρόνια τη λιβανίζεις, δεν αντέχω, πέταξέ την να ησυχάσουμε. Νισάφι πια… Δεν συνεννοούμαστε εδώ μέσα.
– Δεν μου λες, κορίτσι μου. Αν σου ζητήσω να μου φέρεις την «καμπερδίνα» του πατέρα σου, εσύ θα μου φέρεις το σώβρακο;
– Όχι, ρε μανούλα, όχι, μην το χοντραίνεις. Την καμπαρ-ντίνα θα σου φέρω.
– Τότε προς τι η συζήτησις; Η «καμπερδίνα» θα μείνει εδώ, είναι αρχοντικό πράμα, εδώ στο πορτ-μαντώ. Μου θυμίζει ημέρες δόξης.
Παρέδωσα τα όπλα. Έχω ν’ ασχοληθώ και με τα δικά μου, είμαι στην διπλωματική, έχω όνειρα να πάω για μεταπτυχιακό έξω, δεν το βλέπω, τα χρήματα πλέον ελάχιστα.
Χριστούγεννα. Κρύο, παγωμένο χιονόνερο μέρες τώρα. Η Αθήνα προσπαθεί να φανεί γιορτινή. Φώτα, μπαλόνια, ένα δέντρο στο Σύνταγμα. Όμως τα μαγαζιά κλειστά και έρημα. Σκοτεινιά και σιωπή στα πρόσωπα και στους σκυφτούς βηματισμούς, πού και πού κάποιο ξεκάρφωτο παιδικό γελάκι σαν ανορθογραφία. Και οι άστεγοι και οι ζητιάνοι. Όχι μόνο μετανάστες και περιθωριακοί, όπως παλιά. Πρόσωπα οικεία, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που η ανάγκη σχεδόν έσβησε από πάνω τους την παλιά αξιοπρέπεια. Δεν σε κοιτούν στα μάτια, και όταν ακόμα σου ζητιανεύουν. Ή ψάχνουν στα σκουπίδια. Ή κουβαλάνε ξύλα, χαρτόνια, σπασμένα καφάσια, ψευδαίσθηση θαλπωρής στα ρημαγμένα σπίτια.
Ξημέρωσε παραμονή. Ανάψαμε στο καθιστικό το μαρμάρινο τζάκι – απομεινάρι, απ’ τις καλές μέρες. Ο πατέρας, κάπως καλά αυτόν τον καιρό, η μάνα γρήγορη φρέσκια, χαρούμενη. Δύναμη που αναβλύζει από την αγάπη της, τη θαυμάζω και τη ζηλεύω λίγο. Εγώ παλεύω σήμερα να ευθυμήσω, να χαρώ, όπως παλιά. Δύσκολα όλα…
Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Του σπιτιού, όχι της εξωτερικής εισόδου. Ποιος να ’ναι; Άνοιξα. Στο κατώφλι εμφανίσθηκε ο γιος της κυρίας Χάιδως, απ’ τον τέταρτο, αυτός με την ετοιμόγεννη. Παλιά λέγαμε δυο λόγια στο ασανσέρ, τελευταία τίποτε.
Στάθηκε διστακτικός, στο κατώφλι. Φορούσε ένα καλοκαιρινό μπουφάν, από μέσα μπλουζάκι. Κρατούσε ένα τρίγωνο χριστουγεννιάτικο.
– Να τα πούμε; είπε βραχνά. Τα μάτια του γυάλιζαν σαν να ’χε πυρετό. Ένα ερυθρό κύμα έβαψε για λίγο τη χλωμάδα του.
Πάσχιζα να εντάξω στις εμπειρίες μου το νέο δεδομένο. Τα κάλαντα, ίσον παιδιά. Μικρά, φάλτσα, φασαριόζικα και ωραία. Αυτά ήξερα, αυτά ξέραμε όλοι. Άντε και καμιά μπάντα, ο Ερυθρός Σταυρός, ή κάποιοι πρόσκοποι, τέλος πάντων, αλλά ένας τριανταπεντάρης, σαραντάρης ίσως, τρέμοντας στην καλοκαιρινή του αμφίεση, μόνος μ’ ένα τρίγωνο; Σοκ…
– Πέρασε, κύριε Νίκο, πέρασε. Η μάνα μου τον πήρε απ’ τον αγκώνα, πρόσχαρη.
Ο πατέρας μου σηκώθηκε. Έλα, κάθισε, Νίκο. Μας κάνεις ποδαρικό. Γύρισε σ’ εμένα.
– Τσάι –και μπισκότα πολλά, πρόσθεσε ψιθυριστά. Με τους πρώτους που έρχονται, πίνουμε μαζί το τσάι με πυρωμένο ψωμί, ξέρεις φρυγανισμένο. Εμείς πάνω στη Μακεδονία τα γλεντούσαμε τα κάλαντα. Το κρατάμε το έθιμο κι εδώ, όσο μπορούμε. Εσύ, Νίκο, από πού κατάγεσαι;
– Ανδραβίδα, στην Πάτρα κοντά.
– Ξέρω, έχτισα μια πολυκατοικία εκεί, τον καλό καιρό.
Σηκώθηκε, μ’ αλαφράδα, πήρε απ’ το ντουλάπι της βιβλιοθήκης το μαντολίνο.
Πρόσφερε μ’ επισημότητα το τσάι, ρούφηξε και αυτός με απόλαυση.
– Ζάχαρη; μέλι; Είπε η μάνα.
– Μέλι, ευχαριστώ. Καθόταν άκρη-άκρη στην πολυθρόνα.
– Βολέψου, παιδί μου, Εκτός, αν βιάζεσαι.
– Όχι, δεν…
– Έλα, κάτσε, θα σου πω το ανέκδοτο για έναν βιαστικό…
Κοίταζα κατάπληκτη. Τόσα λόγια μαζεμένα, είχε ν’ αρθρώσει ο πατέρας κάτι μήνες.
Σε λίγο γελούσαν και οι τρεις, τραγάνιζαν τα μπισκότα. Οι φέτες ψωμί ψήνονταν στο τζάκι και μοσχοβολούσαν.
Τέλος ο πατέρας κούρδισε το μαντολίνο.
– Έλα, είπε, ας πούμε τώρα τα κάλαντα. Πώς να σε ευχαριστήσω, που μας άνοιξες το σπίτι, χρονιάρα μέρα.
«Καλήν εσπέραν, άρχοντες…». Η μπάσα φωνή του πατέρα, η διστακτική όμορφη φωνή του γείτονα και της μάνας μου η κελαριστή, λίγο παράφωνη συνοδεία. Έκρυψα ένα λυγμό, που μού ’καιγε το λαιμό.
Ο πατέρας έβγαλε ένα χαρτονόμισμα. Αυτός μάζεψε το χέρι, με ντροπή.
– Όχι δεν κάνει…
– Τι λες; Είναι έθιμο. Μη με προσβάλλεις σε παρακαλώ, είπε ο πατέρας.
Στην έξοδο η μάνα μου κοντοστάθηκε. Στάσου, κύριε Νίκο. Αυτή η καμπερδίνα είναι απ’ τη Σκωτία. Εξαιρετική. Του Φαίδωνα δεν του κάνει πια, πάχυνε. Τη θέλεις; Θα με υποχρεώσεις. Εκείνος την κοίταξε.
– Δεν είναι ανάγκη, κυρία… , είπε κοκκινίζοντας.
– Σε παρακαλώ, κάν’ το για χατίρι μου. Πω, πω! Πώς σου πάει! Να σε ιδεί μ’ αυτήν η μπέμπα… Μπέμπα δεν περιμένετε;
– Μάλιστα …, γεννάμε σε δέκα μέρες.
– Έλα, γεια σου. Να μας ειδοποιήσετε, να ’ρθουμε για τις ευχές…Τον προβόδισε βιαστικά.
– Άντε, στο καλό. Χαιρετισμούς στη σύζυγο… Καλά Χριστούγεννα.
Όταν έκλεισε η πόρτα, γύρισε στον πατέρα μου.
– Προχθές, τον είδα με μια ντάνα βαριά ρούχα να τα δίνει στον παλιατζή, για ένα εικοσάρικο.
Με κοίταξαν αγκαλιασμένοι. Του πατέρα μου τα μάτια έλαμπαν, όπως παλιά. Πήρε πάλι το μαντολίνο.
– Θέλεις να σου πούμε τα κάλαντα απ’ την πατρίδα, που σου τραγουδούσαμε τότε που ήσουν μικρούλα;
” Ένα μικρό, μικρούτσικο/σπυρί μαργαριτάρι
Για πλέν’τε το, για λούστε το/ για στο σχολειό να πάει.
Και ο δάσκαλος το καρτερεί/με τη χρυσή τη βέργα.
Α μπρε, παιδί, καλό παιδί/και πούν’ τα γράμματά σου;
Τα γράμματα είναι στο σχολειό/ κι ο νους μου στην αγάπη”.
Ύστερα η μάνα γύρισε σ’ εμένα, ξερόβηξε και χαμογέλασε.
– Άντε την ξεφορτωθήκαμε την κα-μπε-ρδί-να. Έγινε η χάρη σου.
Για τη συγγραφέα:
Η Φρίντα Μήτσιου γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Το πατρικό της επώνυμο είναι Κολοβού. Σπούδασε κλασσική Φιλολογία στο Α.Π. Θεσσαλονίκης, Παιδαγωγικά – Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε στη Δημόσια Εκπαίδευση για 25 χρόνια. Πρόσφατα ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας (Φλώρινα). Πεζά της έχουν δημοσιευθεί, κατά καιρούς, σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες.
Αυτό είναι το πρώτο της βιβλίο.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΦΡΙΝΤΑ ΜΗΤΣΙΟΥ
Έτος έκδοσης: 2015
ISBN: 978-960-438-179-1
Σελίδες: 116, Τιμή: € 12
3 Αυγούστου 2020
#1
Τίτλος βιβλίου: Γαμήλιος Εσπερινός
Συγγραφέας: Φρίντα Μήτσιου -Κολοβού
Έτος έκδοσης: 2016
Σελ.: 111
Τίτλος βιβλίου: Τρυφερή Επανανάσταση
Συγγραφέας: Φρίντα Μήτσιου -Κολοβού
Έτος έκδοσης: 2019
Σελ.: 124
Γράφει ο Κώστας Τραχανάς
Δεκαέξι διηγήματα της στο πρώτο βιβλίο της η Φρίντα Μήτσιου -Κολοβού και δεκαπέντε στο δεύτερο.
Μικρές ιστορίες και υποδειγματικά μικροδιηγήματα, λαογραφικά ενσταντέ και ηθογραφικές εικόνες της καθημερινής ζωής. Ιστορίες με λόγο ακαριαίο, η Φ.Μήτσιου κινείται άνετα ανάμεσα στο ρεαλιστικό διήγημα και την ηθογραφία και αρκετές δόσεις μαγικού ρεαλισμού και παραμυθικής μαγείας.
Τα βιβλία της είναι γεμάτα λαογραφικές λεπτομέρειες και οξυδερκείς παρατηρήσεις και στο βάθος, ο απόηχος της Μεγάλης Ιστορίας, αθύρματα της οποίας αποτελούν πολλοί από τους χαρακτήρες που τα διασχίζουν .
Ηθογραφία με αυτοβιογραφικό υπόβαθρο και μία συγγραφέας που με φωτογραφική και, κυρίως, φωνογραφική πιστότητα διεισδύει στη λογική του τόπου της Αιτωλοκαρνανίας και των ανθρώπων της. Ωστόσο, η μόνιμα εστιασμένη στους φορείς του λόγου αφήγηση και η ψυχογραφική εσωτερικότητα υψώνουν καλλιτεχνικά και συχνά με μοντέρνο τρόπο πολλά από τα διηγήματα, με κορυφαία, νομίζω, τα διηγήματα : «Η επίσκεψη», «Ο αυλητής του τρίτου», «Γαμήλιος Εσπερινός», «Καλό βράδυ», «Μια ερωτική ιστορία» , «Η τελευταία νύχτα» και «Αποχαιρετισμός».
Η Φρίντα Μήτσιου αναδιφά στη βιωμένη μνήμη χωρίς νοσταλγική αναπόληση. Προβάλλει το ανοίκειο με τη βεβαιότητα του γνωστού. Η πραγματικότητα γίνεται εφιάλτης, το όνειρο πραγματικότητα. Οράματα και θάματα που δρουν προβλεπτικά για το μέλλον. Σκληρά ήθη της επαρχίας και στενόμυαλη κοινωνία. Ο κόσμος και ο θάνατος. Ο κόσμος και η απελπισία. Ο συνάνθρωπος και η αλληλεγγύη. Η αγάπη και ο έρωτας. Αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε κύματα από την ίδια θάλασσα.
Ιστορίες με αφοπλιστική λιτότητα και δραματικό βάθος.
Ζωγραφίζει η συγγραφέας με απαράμιλλη ζωντάνια τους χαρακτήρες της.
Ανεκπλήρωτοι έρωτες και ερωτικά ανταμώματα μηχανικά, άντρες που βάζουν και τη θηλιά του γάμου και πεθαίνουν ταυτόχρονα, χαιρετισμούς στον πεθαμένο πατέρα ότι η σπουδή του γιού πέτυχε, συντηρητικοί γονείς που δεν αντέχουν τον γιο γκέι, μια χριστουγεννιάτικη γιορτή στο σχολείο Δεύτερης ευκαιρίας των φυλακών, μια γυφτοπούλα που θηλάζει το δικό της παιδί και ταυτόχρονα ένα ξένο παιδί, η αλλαγή συμπεριφοράς ενός κλέφτη, που ήταν ντυμένος Άγιος Βασίλειος, λόγω ενός πεντάχρονου μπόμπιρα, ο Καλλίμαχος και η Μελισσάνθη, ο γεράκος της πολυκατοικίας της πόλης που παίζει την φλογέρα του για το σπιτάκι του στην άκρη του βουνού, για το ηλιοβασίλεμα πέρα μακριά, για την ζωή του την ταπεινή, για την συντρόφισσά του που έφυγε πριν από εκείνον και τον άφησε ορφανό, οι καταραμένες και επάρατες απολαύσεις, η περίεργη Τσέχα, που κλαίει στο ελληνικό νεκροταφείο τον παλιό της εραστή, το ΟΧΙ, ένα σκληρό δισύλλαβο, αιχμηρό κι όμως αδύναμο μπροστά στο ΝΑΙ, που αποδέχεται, που αγαπάει και ελπίζει, η κραυγή της μοναξιάς και η αναχωρήτρια στους λειμώνες της σιωπής, ο αναγκεμένος μετανάστης, η ξενιτειά που ξεκαθαρίζει καλύτερα πατρίδα, οικογένεια, δικαιοσύνη, λευτεριά, η Ελλάδα που είναι σκληρή, αλλά σαν κι αυτήν δεν είναι άλλη, ο παράφορος έρωτας μιας αριστερής και ενός εθνικόφρονος, ένα λυπημένο πιάνο, η Ρόζα με την αφάνα της πυρκαγιάς και ο Χάρης που μαζεύει τα χίλια κομμάτια του μέσα στις στάχτες, το χάδι της πόρνης, μια μικρή, δροσερή παρένθεση στη μαραμένη εφηβεία, ο ήρωας παππούς, η αχόρταγη, μινωταυρική μηχανή της εξουσίας, η άτυχη πουτάνα και το φάρμακο πρεζολόν, η πίκρα της μάνας και ο ματωμένος Γαμήλιος Εσπερινός, είναι μερικά από τα θέματα των μικροδιηγημάτων του βιβλίου.
Μέσα από όλα αυτά η συγγραφέας ανιχνεύει τις ρίζες σύγχρονων βιοτικών συνθηκών και αναζητά όρους ενηλικίωσης και μύησης στη ζωή. Η μελαγχολία κάποιων διηγημάτων μετασχηματίζεται σε λυτρωτική παρηγορία. Ο θάνατος ξορκίζεται, γιατί εντάσσεται στη ζωή. Η τρυφεράδα πηγάζει από την επίγνωση της σκληρότητας των πραγμάτων.
Η γραφή της Φρίντα Μήτσιου είναι πολύ στρωτή, τρομερά οξυδερκής και γεμάτη αιχμές.
Τα διηγήματα στα δύο αυτά βιβλία της Φρίντα Μήτσιου- Κολοβού είναι ένας ελεγειακός ύμνος στην ομορφιά της ζωής και ένας πολυπλόκαμος στοχασμός, για την πενιχρότητα και την ισχνότητα του σύγχρονου βίου.
Διηγήματα βαθιά ποιητικά, ζωντανά και βαθιά, υφασμένα με τα υλικά μιας απλής ζωής.
Διαβάστε τα.
Η Φρίντα Μήτσιου γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Το πατρικό της επώνυμο είναι Κολοβού. Σπούδασε κλασσική Φιλολογία στο Α.Π. Θεσσαλονίκης, Παιδαγωγικά – Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε στη Δημόσια Εκπαίδευση για 25 χρόνια. Ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας (Φλώρινα). Πεζά της έχουν δημοσιευθεί, κατά καιρούς, σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες.
tehnesonline.gr