ΑΠΟΚΤΗΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΕΚΠΤΩΣΗ 30% ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
Το μυθιστόρημα «Δυτικότερα της Λήθης» είναι ένα βιβλίο για τους ανθρώπους που έδρασαν στα ηρωικά χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου και του Εμφυλίου Πολέμου, αλλά εξοντώθηκαν μέσα από τους μηχανισμούς που επικράτησαν στην μετέπειτα μακρόχρονη ειρήνη.
Για τη δοκιμασία της ψυχοθεραπείας και την γονιμοποιό δύναμη του έρωτα.
Η αναγκαστική παρουσία του ανοϊκού Στέφανου στη ζωή του συγγραφέα Άρη Μονιάκη ανατρέπει ολοκληρωτικά τη ζωή του. Το οδυνηρό παρελθόν γίνεται παρόν, η πένα του «στεγνώνει», το αλκοόλ πρωτεύει κι η σκέψη του θανάτου γίνεται φιλική. Αυτό τον οδηγεί στο ιατρείο της ψυχοθεραπεύτριας Αμέλειας Μουρούζη όπου αρχίζει η ενδοσκόπηση, η επαφή του καλλιτέχνη με τον άνθρωπο, η συνάντηση του ανθρώπου με την ιστορία και η γείωση του μέσα της.
Η συνάντηση του ανθρώπου με τον υπολοχαγό Στέφανο Μονιάκη, ένα Μινώταυρο παγιδευμένο στον Λαβύρινθο του…
Η συνάντηση του άνθρωπου με τον λοχαγό του Δημοκρατικού Στρατού, Πέτρο Θαλλαρη, που δεν διαπραγματεύεται τις αρχές του, αλλά αντίθετα τις υπερασπίζεται με το κορμί του, αν χρειαστεί…
Η συνάντηση του άνθρωπου με τη Δανάη Κούζη, κόρη πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου και μεγαλωμένη μέσα στη Χίμαιρα του παρελθόντος, που αποφεύγει τις μεγάλες Ιδέες και Οράματα, ζει για το φευγαλέο, τον έρωτα κι έχει επιλέξει την Ιδιωτική της Οδό…
Κατοπτρικοί ήρωες, κατοπτρικές ζωές, κατοπτρικά τοποθετημένο το παρόν με το παρελθόν, σε ένα βιβλίο που μιλά για την αυτογνωσία και την αφύπνιση του Νεοέλληνα απέναντι στο ιστορικό του παρελθόν.
Ωστόσο, το ερώτημα, αν η ανθρώπινη επίγνωση μπορεί να ανατρέψει το μοιραίο, αφήνεται στην κρίση του αναγνώστη.
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: Η Βάνα Λυδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963, αποφοίτησε από την Ιατρική σχολή Αθηνών το 1987, ειδικεύτηκε στην Παιδιατρική Αιματολογία Ογκολογία και είναι Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Στο βιογραφικό της έχει πολλές δημοσιεύσεις σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά.
Ζει στο Ηράκλειο και εργάζεται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Είναι παντρεμένη κι έχει τρία παιδιά.
Από το 2000 ανέπτυξε συγγραφική δραστηριότητα στην πεζογραφία.
Έως σήμερα έχουν εκδοθεί τα εξής
- «Ο χορός των απαλών ανθρώπων», Μεταίχμιο 2002, μυθιστόρημα,
- «Το Πορτραίτο της Άλλης», Μεταίχμιο 2004, μυθιστόρημα,
- «Η συνεργάτης του ανέμου», Περιοδικό Αρμονία, 2004, διήγημα,
- «Γαύδος: σημείο καμπής», Περιοδικό Δίαυλος, 2006, διήγημα,
- «Το τέλος των ημερών», Αρμός 2009, μυθιστόρημα,
- «Μεταμορφώσεις», Περιοδικό Δέκατα 2009, διήγημα.
Τέλος, κατά καιρούς δημοσιεύει άρθρα με σκέψεις και προβληματισμούς στον τοπικό τύπο.
Το έργο «Δυτικότερα της Λήθης» είναι το τέταρτο κατά σειρά μυθιστόρημα της.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:
Θα ήταν ψέματα αν έλεγε κανείς ότι η Αμέλεια δεν είχε ξαφνιαστεί όταν πρωτοσυνάντησε τον Άρη. Τώρα όμως; Πώς είχε αλλάξει έτσι; Πού βρισκόταν εκείνος ο γλυκός, χαριτωμένος νεαρός; Ο μελαγχολικός συνεσταλμένος, ο ονειροπόλος νάρκισσος, που την είχε φέρει σε τόσο δύσκολη θέση τότε; Τι είχε απογίνει η τόση ενέργεια που κουβαλούσε; Πώς σπαταλήθηκε μέσα σε δεκαπέντε μόνο χρόνια; Πως είχε τόσο αλλάξει ο ψυχισμός του; Απέναντι της είχε έναν άντρα δύσθυμο, εσωστρεφή, καταθλιπτικό.
Η αλήθεια είναι ότι ο Άρης ήταν από παλιά ένα μυστήριο. Δεν είχε κατορθώσει να τον προσπελάσει. Ούτε «έπιασαν βαθιά». Δεν της έδωσε καμιά ευκαιρία για να τον βοηθήσει. Ο Άρης των εικοσιπέντε ήταν ένας μικρός κακομαθημένος Δον Ζουάν, ένας χαϊδεμένος των γυναικών. Τον θυμόταν βουτηγμένο διαρκώς σ’ ένα αλλεπάλληλο ερωτικό αλισβερίσι, που δεν προχωρούσε τελικά με καμία. Σχέσεις σύντομες, επιφανειακές, που τις χρησιμοποιούσε σαν διέξοδο για να «ξεπλένει» ανώδυνα τα προβλήματά του. Μέσα στον ίδιο μηχανισμό «ξεπλύματος της ζωής του», έπεσε θύμα και η πρώτη του προσπάθεια ψυχοθεραπείας. Ένας σφοδρός έρωτας την είχε πολιορκήσει τότε, ένας έρωτας δύσκολος στην αναχαίτισή του. Τουλάχιστον εκείνη είχε αποτύχει. Τι άραγε έκρυβε πίσω του;
Πρέπει να δουλέψεις μακριά από τα συναισθήματα του για σένα, να απομακρύνεσαι από το «εγώ κι εσύ», της είχε πει ο επόπτης της.
Εύκολο είναι; Δεν έχουν όλοι οι έρωτες την ίδια μορφή. Τον Άρη ήταν δύσκολο να τον χειραγωγήσει κανείς. Την είχε κυκλώσει ένα συναίσθημα που εφορμούσε πάνω της διαρκώς, καταστρατηγούσε τα πάντα, ένα συναίσθημα ευφάνταστο, ευρηματικό, εγωκεντρικό και παιγνιώδες. Μια ισχυρή κι επίμονη ερωτική ορμή, μια απίστευτη ζωτική ενέργεια έμοιαζε να είναι εγκλωβισμένη μέσα σ’ αυτόν το νεαρό κι αν κάτι στράβωνε θα γινόταν βόμβα, έτοιμη να εκραγεί πάνω της.
Δεν θα τα κατάφερνε μαζί του. Το γνώριζε από την πρώτη στιγμή που της δήλωσε τον έρωτά του. Ακόμα και τώρα, όταν έφερνε στο νου της τη σκηνή, αισθανόταν μια αναστάτωση. Γιατί κατάφερνε να την ταράζει τόσο; Ίσως γιατί ο Άρης από τότε, κι ας μη γνώριζε ότι θα γινόταν καλλιτέχνης, είχε αυτό το στοιχείο που χαρακτηρίζει τους καλλιτέχνες: το απόλυτο. Ο έρωτας του ήταν απόλυτος.
Ήταν ομολογουμένως μια επαγγελματική αποτυχία της ο Άρης. Και η αλήθεια ήταν ότι –οφείλει να το παραδεχτεί επιτέλους– είχε αρχίσει να την συγκινεί περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Να ξεπερνά τα όρια του επαγγελματικού. Να μπαίνει στη ζωή της. Να κάνει συγκρίσεις με τον Αλέκο. Τότε, που λίγο πριν τον γάμο τους, την είχαν πιάσει όλες της οι ανασφάλειες. Ο επόπτης τό ‘πιασε. «Αμέλεια, να τον παραπέμψεις αλλού. Το οφείλεις στον πελάτη σου». Και το έκανε.
[…]
«Άμυνα μέχρις εσχάτων», ήταν η διαταγή.
Σ’ αυτή την καταραμένη έρημο το έσχατο ερχόταν πρώτο. Η νοσταλγία για το λατρεμένο ξερονήσι, η τελευταία ματιά στη μάνα ή στον ανθισμένο πασχαλινό Απρίλη –εκείνο τον λεύτερο που είχε αρχίσει να ξεθωριάζει στη μνήμη μας– ο έρωτας που δεν είχε ακόμη συναπαντηθεί, η ζωή ολάκερη, όπου ονειρευόμασταν να έχουμε κι εμείς ένα κλήρο μέσα της και που η προοπτική του έσχατου της έδινε διάσταση μυθική. Παρόμοιες οι σκέψεις στα μυαλά όλων όσων βρίσκονταν κουλουριασμένοι στα ορύγματα και γι’ αυτό η ανάγκη για ζωή γινόταν οδύνη που έρεε αναμεταξύ μας σαν χθόνιος σιωπηλός ποταμός. Τις ώρες που οι σφοδρές αμμοθύελλες μας εγκλώβιζαν, σύμμαχους κι εχθρούς, στα χαρακώματα, και κάθε δραστηριότητα και πολεμική επιχείρηση σταματούσε υπό την επιταγή μιας πυκνής σκόνης που κάλυπτε σαν πέπλο τα πάντα κι ακινητοποιούσε μέσα της το έγκλημα του πολέμου, ο ποταμός της οδύνης πότιζε τη σκέψη μας, θόλωνε το μυαλό μας και ο σκοπός του πολέμου ξεθώριαζε. Όπως και το ιδανικό της νίκης. Εκείνες τις στιγμές της περισυλλογής η βουή του ανέμου γινόταν μια δραματική ηχώ απ’ το επέκεινα, από τους νεκρούς που πάνω τους πατούσαμε. Εμείς οι ίδιοι αύριο, σε μια μοίρα παρόμοια; Ποιος ξέρει; Ήταν καλύτερα να πολεμάς παρά να συλλογίζεσαι.
Αντίθετα, τις ώρες των επιχειρήσεων και μέσα στο χαμό των αλλεπάλληλων εκρήξεων από τα πολυβόλα, τα πυροβόλα, τα άρματα μάχης, τις σφαίρες, τις βόμβες στα ναρκοπέδια, τις κραυγές, τα διαμελισμένα κορμιά και τα φρέσκα πτώματα, η λευτεριά ή η νίκη, ερχόταν στη σκέψη μας σαν κορωνίδα των πάντων. Σαν στρατιώτες τότε ορμούσαμε στην φωτιά να συναντήσουμε το πεπρωμένο μας, κι εκείνες τις ώρες όλα ήταν ξεκάθαρα: εμείς και μόνο εμείς θα σταματούσαμε την προέλαση του Rommel προς την Ανατολή, προς την Αίγυπτο. Διαφορετικά εάν κατάφερνε να ενώσει τη στρατιά του με εκείνη στο Στάλινγκραντ, όλος ο τότε ελεύθερος κόσμος θα υποδουλωνόταν στον Άξονα. Ισάξια ωστόσο και το όραμα των άλλων, των εχθρών, για την πολυπόθητη ένωση της στρατιάς τους και την κυριαρχία στον κόσμο. Τι μας κινούσε όλους λοιπόν σ’ αυτή τη λυσσαλέα αναμέτρηση; Το ιδανικό. Η Ιδέα. Το ένστικτο της επιβίωσης ωχριούσε μπροστά στην Ιδέα.
Εγώ, ανθυπολοχαγός τότε, διοικητής και «πατέρας» όλης της πυροβολαρχίας όφειλα να κρύψω ακόμη βαθύτερα τις αδυναμίες και τους συναισθηματισμούς μου και να χαλκευτώ απέναντι στη χθόνια λειτουργία του ποταμού, που ενίσχυε το φόβο του Θανάτου. Γνώριζα ότι όταν θα μοίραζα το παγούρι στους στρατιώτες όφειλα να έχω περίσσευμα από δύναμη στο βλέμμα μου, για να την παραχωρήσω σ’ εκείνους που δεν είχαν. Γι’ αυτό, απ’ όλο το παρελθόν που είχε ξεμείνει πέρα από τη θάλασσα, είχα κρατήσει μια εικόνα, που την επανέφερα εσκεμμένα στο μυαλό μου τις ώρες της αγωνιώδους ανακωχής.
Το μονοπάτι στο βουνό, προς τον αλευρόμυλο του πατέρα, και το χωριό να απομακρύνεται πίσω μου. Εγώ μόνος με το φορτωμένο γαϊδούρι, εννιά δέκα χρονών, ένα πουρνάρι στο χέρι και στη σκέψη η σκανταλιά, γαργάλημα στον πισινό του ζωντανού, ποδοβολητό εκείνο στο κακοτράχαλο μονοπάτι εν μέσω μουσικής από συνεχή γκαρίσματα διαμαρτυρίας. Έπειτα θυμάμαι το χαρούμενο γέλιο μου να κόβεται απότομα και να εναλλάσσεται με το σφίξιμο στο στομάχι καθώς το γαϊδούρι σκοντάφτει και το σακί πέφτει, σχίζεται, το αλεύρι χύνεται στο χώμα και στα ξυπόλυτα πόδια μου, το παιγνίδι μου ωστόσο συνεχίζεται μέσα στο φόβο: το μικρό μου χέρι χώνεται βαθιά στο σκισμένο σάκο, μέσα στο μαλακό λεπτοαλεσμένο αλεύρι, η αλευρόσκονη πετάγεται ψηλά στον ουρανό, όμοια χιονονιφάδες πέφτει ξανά πάνω στο παιδικό μου κεφαλάκι, το αλεύρι καλύπτει τα πάντα και το βρώμικο δέρμα γίνεται λευκό. Μόνο δυο κόκκινα μάτια ξεχωρίζουν στο τέλος, όταν ο πατέρας έχει βγάλει το ζωνάρι και με κυνηγά. Ασυννέφιαστη μέρα, γαλανή η αθωότητα μιας τέτοιας εποχής μυρωδάτης και μιας ανάμνησης, που σαν ερχόταν στο νου ήταν ικανή να σε κάνει να σκοτωθείς για δαύτη.
Ωστόσο πέρα από την ανθρώπινη βούληση ή την ιδέα της νίκης ή της ελευθερίας υπήρχε η έρημος με της δικές της μυστηριώδεις προθέσεις και μεταφυσικούς μετασχηματισμούς. Εκείνο το πρωινό παίρναμε ρόφημα γύρω από τις φωτιές κοντά στα πολυβόλα, ο ουρανός ήταν σκοτεινός και το αστροφέγγισμα αδύναμο, σκούρο λεμονί στο βάθος το ξημέρωμα κι η παγωνιά της νύχτας διαπεραστική. Όλοι τυλιγμένοι στις κουβέρτες, το ζεστό κύπελλο στη χούφτα, η άλλη από πάνω για να διώχνει το σύννεφο απ’ τις μύγες, και το καυτό τσάι να κατεβαίνει στο λαρύγγι. Η ψυχή ευφραινόταν, δεν ήταν μόνο το ψύχος που έκανε ένα πιοτό να φέρνει τόση ευφορία, αλλά και η σκέψη της μεγάλης μάχης που είχε κερδηθεί. Όλοι μετά το Αλβανικό δεν είχαμε ξανακούσει το δικό μας γαλανόλευκο πολυβόλο να ξερνάει φωτιές. Η ανάμνηση της ένδοξης νίκης στην Αλβανία, που ξεφούσκωσε απότομα σαν μπήκαν οι Γερμανοί στο παιγνίδι και μας απομόνωσαν στα χιονισμένα βουνά, η πεινασμένη περιπλάνηση και ο εγκλωβισμός στην Αθήνα, η εξαθλίωση, η προσπάθεια για παράνομη φυγή προς τα νησιά, οι συμπατριώτες μας που σάπιζαν στους στρατώνες αιχμαλώτων της Λάρισας και του Βόλου, οι αποφάσεις δραπέτευσης προς τον ελεύθερο κόσμο, του κάθε ένα ξεχωριστά μια περιπέτεια, όλα ζωντανές πληγές στο κορμί μας που πυορροούσαν ακόμη. Ευφραινόταν η καρδιά τώρα από μεγαλείο, ο Θεός είχε κατέβει στην παρέα μας κι έπινε κι εκείνος στο ίδιο ποτήρι, όσοι νεκροί είχαν ξεμείνει στην άμμο είχαν τώρα δικαιωθεί στα μάτια μας, ο αγώνας μας είχε νόημα. Περισσότερο ετούτη τη στιγμή, που η μεγάλη μάχη είχε κερδηθεί, το Ελ Αλαμέιν είχε γίνει ένα άπιαστο όνειρο για τον εχθρό, κι ο Rommel με τη στρατιά του υποχωρούσε προς τα Δυτικά. Κι η 1η ταξιαρχία μας στο κατόπι του.
Η έρημος ίσα που αχνοφαινόταν θυμάμαι, την απεραντοσύνη της την έκρυβε ακόμη το αραιό σκοτάδι μιας νύχτας στο φευγιό της, που κατάπινε το φεγγοβόλημα των άστρων. Ήμουν συγκεντρωμένος στο κύπελλό μου ή, μάλλον, έκανα προσπάθεια να συγκεντρωθώ, κάτι με τραβούσε δίχως λόγο, κάτι δεν μ’ άφησε να ξεχάσω που βρισκόμουν ούτε στιγμή. Και τότε ένας βόμβος ακούστηκε μες τη σιωπή και πριν προλάβω καν να φέρω στη σκέψη μου την εικόνα του Γερμανικού αεροπλάνου, ήρθε ο τρομαχτικός θόρυβος από τις εκρήξεις των βομβών και τις σφαίρες στο πλάι μου, ενώ η άμμος ανακατωνόταν ολόγυρα σαν τρικυμισμένη θάλασσα. Ήρθαν οι κραυγές, τα ξεφωνητά και τα βογκητά των πυροβολητών που έπεσαν εν ριπή οφθαλμού, το άτακτο χτύπημα στο στήθος, ο πανικός, η βουτιά κάτω από το όχημα, και το λαχάνιασμα μου σαν του κυνηγημένου ζώου. Το τοπίο ένα παρανάλωμα φωτιάς, σκόνης, άμμου και καμένης σάρκας κι ο Θύτης θεόρατος σαν Εκείνον που ήπιε πριν λίγο από το κύπελλό σου.
[…]
Το μωρό δεμένο στην πλάτη της, δίπλα στο όπλο, δεν θα τη δυσκολεύει, ίσα-ίσα που θα της δίνει φτερά στα πόδια καθώς δεν προσπαθεί για την ζωή ενός, αλλά δυο. Σχεδόν τα είχαν καταφέρει. Διψασμένοι όλοι σαν τους σκύλους και κατάκοποι, η κακουχία ήταν τόση, που σαν να είχαν πια περάσει σε μια άλλη διάσταση, το πραγματικό μπλεκόταν με το όνειρο και το μυαλό έκανε μονάχα τις στοιχειώδεις σκέψεις εν μέσω μεγάλων κενών, όπου αυτό που κυριαρχούσε ήταν το σπαρακτικό κλάμα ενός βρέφους που πεινούσε. Όσο λοιπόν κι αν θα προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι δεν γνώριζε τι θα το κάνει το μωρό ο σύντροφος Αλέξανδρος, όταν τη διέταξε να του το παραδώσει, θα έχει υπάρξει εκείνη η αστραπιαία σκέψη που θα έχει γραφτεί ανεξίτηλα στην κατά τα άλλα λευκή σελίδα εκείνης της ημέρας. «Θεέ μου δεν θα τον ξαναδώ». Κι όμως το παρέδωσε πειθήνια, δίχως λέξη και δίχως δεύτερη σκέψη, εκτελώντας απλά μια διαταγή, ενώ το μωρό θα ξελαρυγγιάζεται στο κλάμα και θα χτυπιέται σα χταποδάκι στα χέρια του. Ήταν να γλιστρήσουν αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι, να διαβούν το δάσος και να συναντήσουν τα σώματα του Δημοκρατικού στρατού, που είχαν στρατοπεδεύσει στο ύψωμα. Σ’ αυτό το διαβολεμένο δάσος έχει ξεμείνει η ψυχή της καθώς εκείνη η καταραμένη σκοτεινή φωνή –… τόξερες συναίνεσες σιωπηλά– τη ρουφά διαρκώς μέσα της. Η γυναίκα που θα πάρει έπειτα εκείνο το μετάλλιο ανδρείας, που θα προσφωνηθεί σαν «η Ελληνίδα Σπαρτιάτισσα» θα είναι ένα ανθρώπινο κουφάρι, που έχει χάσει τον κόσμο. Το κόμμα λοιπόν θα την κάνει ηρωίδα πριν την ξαποστείλει στο εξωτερικό, ζωντανό για τις άλλες παράδειγμα!
Ωστόσο το κόμμα ήταν και συμπονετικό. Πέραν του ότι θα φροντίσει να τη χωρίσει από τον άντρα της, φοβούμενο μήπως η ολοφάνερη πλέον ψυχική κατάπτωση της νεαρής Επονίτισσας τον επηρεάσει αρνητικά, θα τη διορίσει υπεύθυνη του Ελληνικού νηπιαγωγείου στη Σόφια, πιστεύοντας ότι έτσι, πλάι στα παιδιά, θα συνέλθει και θα ξεχάσει. Ευφυές τέχνασμα, το κόμμα σοφό…
Συγγραφέας: Βάνα Λυδάκη
Έτος έκδοσης: 2012
ISBN: 978-960-438-137-1
Σελίδες: 280, Τιμή: € 14,00
27 Μαΐου 2012
#1
http://www.patris.gr/articles/223006/150140?PHPSESSID=5v66nn8cnrbav470bfp89626p0
8 Ιουλίου 2012
#2
http://www.patris.gr/articles/224783
24 Ιανουαρίου 2013
#3
«… Στο βιβλίο αναδεικνύεται η αντιφατική φύση της ανθρώπινης ύπαρξης κι έμμεσα κατατίθεται η θέση της συγγραφέως, ότι ο αγνός ιδεολόγος που συχνά γίνεται υποχείριο της προπαγάνδας και της στράτευσης σε ιδεολογήματα είναι ευκολότερο κατόπιν να εξοντωθεί από τους ίδιους τους μηχανισμούς που τον είχαν στρατεύσει. Ένας κίνδυνος που και στις δυσκολίες των καιρών μας τείνει να γίνει πολύ επίκαιρος.
Ο κεντρικός ήρωας, ως πρόταση γενικότερη της συγγραφέως στην επερχόμενη κρίση, αναζητά τη δική του ατομική και ιστορική ταυτότητα. Στο βιβλίο γίνονται εκτενείς αναφορές σε ιστορικά γεγονότα και περιόδους που καθόρισαν το Νεοέλληνα, καθώς δύο απόγονοι αντιπάλων ερωτεύονται. Κυρίαρχο είναι το θέμα της αυτογνωσίας. Ακόμα και ο έρωτας, με τον τρόπο που δίνεται, πέρα από τις λύσεις τις προσωπικές και ανθρώπινες, στην ουσία λειτουργεί ως ένα επιπλέον στοιχείο επίγνωσης. Το ζευγάρι αυτό, λειτουργεί ως κάτοπτρο του ενός προς τον άλλο. Και οι δύο φαίνονται επιφανειακοί, η Δανάη ενδιαφέρεται μόνο για το παρόν, το φευγαλέο, ενώ ο Άρης αρνείται να εμβαθύνει και στέκεται στην Αισθητική των πραγμάτων. Ωστόσο, ενώ η Δανάη έχει επιλέξει τη στάση της μέσα από την επίγνωση του συλλογικού οράματος των προγόνων της που προδόθηκε, ο Άρης θα κάνει μια μεγάλη πορεία για να βαθύνει τη σκέψη του και να τη συναντήσει.
Η συγγραφέας, απλώς περιγράφει, χωρίς να καταθέτει άποψη σχετικά με το ποια προσέγγιση της ζωής είναι σωστή.
Οι ήρωες φαίνεται να είναι τοποθετημένοι στην μυθιστορία για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό όπως και τα φαντάσματα νεκρών ηρώων που φέρουν τεράστια δύναμη υπό το βάρος της ιστορίας τους, ικανή να δημιουργεί δίνη στις ζωές των άλλων και να τους αλλάζει τα πάντα.
«Όταν πας δυτικά δυτικά, τελικά βρίσκεις την ανατολή!» τονίζει η συγγραφέας Βάνα Λυδάκη αναφερόμενη στο μυθιστόρημα «Δυτικότερα της λήθης», όπου η ιστορία, η θεραπεία της ψυχής και η αυτογνωσία μέσα από τον έρωτα, κυριαρχούν…»
Ρένα Παπαδάκη, Δημοσιογράφος-, Περιοδικό Κλεψύδρα, Ιανουάριος 2013
24 Ιανουαρίου 2013
#4
«…Έχω την αίσθηση πως μέσα από τη διαλεκτική σχέση των προσώπων της λογοτεχνικής πραγματικότητας του μυθιστορήματος Δυτικότερα της λήθης και των διαφορετικών αξιακών συστημάτων που τα αντιπροσωπεύουν, πρόθεση της συγγραφέως είναι η αναζήτηση της αλήθειας, ή μάλλον πως παράγεται το καθεστώς της αλήθειας και πως αυτό με τη σειρά του νομιμοποιεί για τον καθένα χωριστά ή για σύνολα ανθρώπων συγκεκριμένους τρόπους πρόσληψης της πραγματικότητας…»
Ελένη Στρατάκη, φιλόλογος, περιοδικό Πνευματικοί Σταλακτίτες
9 Δεκεμβρίου 2013
#5
http://www.vakxikon.gr/content/view/1730/604/lang,el/
Δυτικότερα της λήθης, μυθιστόρημα, Βάνα Λυδάκη, Εκδόσεις Περίπλους 2012
Πως μπορούν να συνδυαστούν σε ένα μυθιστόρημα το παρόν με το παρελθόν, η ζωή ενός ανθρώπου με τα ιστορικά γεγονότα μίας χώρας καθώς και τελείως αντιφατικά συναισθήματα, όπως η κατάθλιψη και ο έρωτας;
Την απάντηση μας τη δίνει η Βάνα Λυδάκη στο μυθιστόρημα της Δυτικότερα της λήθης, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο από τις εκδόσεις Περίπλους. Είναι η ιστορία του Άρη, ενός συγγραφέα με οδυνηρό παρελθόν και ακόμα πιο οδυνηρό παρόν, βουτηγμένο στην απόγνωση. Αυτή η απόγνωση τον οδηγεί στο ιατρείο της Αμέλειας Μουρούζη όπου μέσα από τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας θα έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, με τα εσωτερικά του τραύματα με τη σχέση με την οικογένειά του και τελικά θα οδηγηθεί στη λύτρωση.
Ταυτόχρονα με αυτήν τη διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης του Άρη εκτυλίσσεται και μία άλλη ιστορία η οποία αφορά τα ταραγμένα χρόνια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας μέσα από γεγονότα που στιγμάτισαν τους Έλληνες ως λαό αλλά και τη ζωή τους καθενός μεμονωμένα ακόμα και αν πέρασαν αρκετά χρόνια από αυτά.
Σε αυτήν τη χρονική περίοδο των εσωτερικών ανακατατάξεων γνωρίζει τη Δανάη και ο έρωτας μπαίνει στη ζωή του με ένα τρόπο καταλυτικό και μοιραίο. Ο Άρης πλέον θα ξαναγεννηθεί και η συγγραφική του πένα θα πάρει νέα πνοή μέσα από τον «εξορκισμό» των δαιμόνων που τον στοίχειωναν και την δύναμη του έρωτα…
Αλεξία Νταμπίκη