Από την Ιστορία, την Παράδοση και την Καθημερινότητά μας, πήρα ζυμαράκι να πλάσω την δική μου αφήγηση, άλλοτε στα σοβαρά και άλλοτε στα αστεία.
Τίποτε δεν είναι μόνο σοβαρό ή μόνο αστείο. Αν όχι στο προσκήνιο, σίγουρα στο παρασκήνιο, μπερδεύονται αυτά τα δυο και από αυτή την φαινομενική αντιπαλότητα, βγήκαν τα πικρόγλυκα «Μικρά μου Κείμενα». Κι αν κάποιος τα διαβάσει, μπορεί να τα βρει και «Νόστιμα».
Οι παλιές εμπειρίες της φάρας μας, δεν επιτρέπεται να ξεφτίσουν μέσα μας. Δεν πρέπει να την σκωροφάει ο «μοντερνισμός». Η κληρονομιά μας είναι βαριά και θέλει τις πλάτες ολονών, για την πάμε στο ραντεβού παράδοσης στους νεότερους.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«ΚΑΗΜΕΝΟ ΜΟΥ, ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ
Τι, καλέ σεις; Ψέματα να σας πω, χριστιανή γυναίκα; Γιατρίνα δεν ήμουν, ποτέ μου.
Πώς να ήμουν, όπου ποτέ δεν πήγα στο σχολείο.
Κι αν βοηθούσα τον κοσμάκη στις αρρώστιες του, ήταν που μια θειά μου, εδώ στο Διδυμότειχο, η θειά μου η Ευσεβία μ’ έμαθε κάμποσα κόλπα της δουλειάς, βότανα, σιρόπια και μαντζούνια και γλίτωνα καμπόσους. Όσους μπορούσα, δηλαδή.
Είχα και για τα δύσκολα λαδάκι, διαβασμένο από καντήλι της Αγίας Αναστασίας, από την εκκλησιά της Μάκρης, αν έτυχε να ξέρετε πού είναι αυτή η Μάκρη. Και αγιασμό είχα! Από την Παναγιά, την Κοσμοσώτειρα, στη Βήρα[Βυζαντινή ονομασία των Φερών Έβρου]. Τι τράβαγα, κάθε παραμονή των Φώτων, να πάω μέχρις εκεί κάτω, να τον πάρω, πριν μου τον πάρουν οι άλλες του σιναφιού μου, δεν περιγράφεται. Ήξερα και κάτι παραμιλητά λογάκια, από ’ναν Καλόγερο της Αδριανούπολης, για την ποδάγρα. Ό,τι μπορούσα έκανα, η γυναίκα. Όλοι με θέλανε, να τους γιατρουλίζω. Όλοι εμένα! Και στα ανάκτορα του Κάστρου[Κάστρο: Το κάστρο του Διδυμοτείχου] κι εκεί ανέβαινα, όταν είχαν μουσαφιρέους και με φώναζαν.
Γιατί… να το πω πριν σκάσω. Κοτζάμ παλάτι είχαμε, μέσα στο Κάστρο του Διδυμότειχου, που το επισκέπτονταν συχνά-πυκνά ο βασιλιάς και έναν γιατρό μόνιμο, δεν είχαμε κοντά μας. Μόνη μου έκανα, ό,τι με φώτιζε ο Θεός. Γιάτρευα κεφαλόπονους και χλαπάτσες. Πιασίματα, σπασίματα, άλατα στο σβέρκο. Στους κακούς όμως πυρετούς, το λέω! Σήκωνα τα μάτια μου στον ουρανό κι έκανα μόνο προσευχές. Από μέσα μου, τις έκανα. Ήταν κι αυτή μια τακτική μου, που από καμιά φορά έπιανε τόπο.
Τι το ήθελε κι αυτός, ο ένδοξος, να κάνει μπάνιο χειμωνιάτικα;
Πήγε για κυνήγι στον Έβρο ποταμό, γύρισε στο Κάστρο με μια φορτωσιά αγριογούρουνα και σου λέει: «Να μην κάνω ένα μπανάκι να συνέλθω; Βρωμάνε τα αγριογούρουνα».
Ζεστός-ζεστός όπως βγήκε από το μπάνιο, τον χτύπησε κρύος αέρας στο κεφάλι και να ’τος τώρα. Ψηνόταν στον πυρετό. Ολόκληρος αυτοκράτορας, ο κυρ- Ανδρόνικος[αυτοκράτορας του Βυζαντίου] με το όνομα κι έτρεμε σαν το ψάρι από τα ρίγη. Γερό το κρύωμα! Βάρεσε συναγερμός!
Για να είμαι ειλικρινής, δεν ανησύχησα με τον πυρετό του Ανδρόνικου. «Κρύωμα είναι, θα περάσει», είπα μια μέσα μου. Έξω μου, μια λέξη δεν την έβγαλα. Πού να τολμήσω; Σαν τα κοράκια μαζεύτηκαν στο Διδυμότειχο κάμποσοι του παλατιού, από την Πόλη. Για πότε έφτασαν! Ως και η βασίλισσα, η ίδια, σηκώθηκε και ήλθε, γυναίκα γκαστρωμένη. Μια ξανθιά, ξερακιανή, η βασίλισσά μας. Δεν ήταν δικιά μας κι ας προσπαθούσε, τάχα, να μιλάει με τα χούγια που έχει η γλώσσα μας. Ποιος ξέρει, από πού μας ήρθε, η ξασπρουλιάρα! Ήταν παρών και ο κυρ-Ιωάννης, ο Καντακουζηνός. Και άλλοι άρχοντες του παλατιού και του στρατού. Κι αρχόντισσες, συνοδεία της ξανθιάς. Όταν ο βασιλιάς είναι στα τελευταία του, τότε είναι που όλοι τον θυμούνται, πριν τα κακαρώσει. Για την μοιρασιά, δηλαδή. Για τι άλλο; Τέσσερις γιατροί πάνω από το κεφάλι του, οι τρεις ήσανε Τούρκοι, για να ξέρετε!
Κουνούσαν και οι τέσσερις τα κεφάλια τους δώθε-κείθε απογοητευμένοι, κάθε φορά που έμπαιναν κι έπαιρναν το σφυγμό του βασιλιά. Ανύπαρκτος ο σφυγμός του. Σαν πεθαμένος, ένα πράμα. Ήταν και που τα μέλη του έγιναν μελανά. Τα βλέφαρα χαλάρωσαν κι έγιναν σαν πανιά. Η μύτη του πήρε να τεντώνεται. Πώς είναι ο πεθαμένος, τέλος πάντων; Έτσι και ο βασιλιάς Ανδρόνικος[βυζαντινός αυτοκράτορας] με το όνομα κι έτρεμε σαν το ψάρι από τα ρίγη. Γερό το κρύωμα! Βάρεσε συναγερμός!
Για να είμαι ειλικρινής, δεν ανησύχησα με τον πυρετό του μικρή μια ανάσα πρόδινε, πως ήταν παρών ακόμη. Δεν είχε φύγει.
«Να βράσω, την επιστήμη σας να βράσω», θα τους έλεγα, αν είχα λόγο ιατρικής γνωμάτευσης. Μα… πού να το τολμήσω; Πάντως … στοίχημα έβαζα… πως το κρύωμα τον χτύπησε βαθιά μες στον εγκέφαλο. Έκανε τις βλάβες, που παθαίνουν οι επιληπτικοί. Μπορεί και η ελονοσία. Πόσες μέρες θα πάρει; Πέντε; Δέκα; Κρύωμα είναι.
Στις δυο ημέρες επάνω, οι άλλοι έκαναν συμβούλιο, για την διαδοχή. Ο διάδοχος ήταν ακόμη στην κοιλιά της ξανθιάς αυτοκρατόρισσας κι αυτοί μαλώνανε, ποιος θα επιτροπεύει το μωρό. Χαζοί θα ήσανε, Θεέ μου! Παράτησαν μόνο του τον Ανδρόνικο. Τον είχαν ξεχασμένο, ξεγραμμένο. Το αγέννητο τους ένοιαζε.
Μπήκα στην μισοσκότεινη κάμαρά του βασιλιά, στα κρυφά και τον ράντισα ολόκληρο με αγιασμό. Τον αγιασμό, που σας είπα, από την Βήρα. Παπί τον έκανα τον βασιλιά. Έσταξα, όσο απόμεινε, στην γλώσσα του. Είπα και τα λογάκια του Καλόγερου, για την ποδάγρα, καλού κακού. Έκανα τον σταυρό μου και βγήκα, όπως μπήκα. Ποιος να με αντιληφθεί; Κανείς!
Σε μια στιγμή, τους είδα όλους να τρέχουν στην κάμαρα του Ανδρόνικου. Ξύπνησε απ’ τον λήθαργο ο βασιλιάς! Ζητούσε, με μισόλογα, να ντυθεί το τριβώνιο, που φοράνε οι καλόγεροι. Του το έβαλαν το τριβώνιο. Είπε, να τον φωνάζουν από δω και μπρος αδελφό Αντώνιο, γιατί έτσι του άρεσε. Τον βγάλανε Αντώνιο. Έδωσε οδηγίες, να λευτερώσουν όσους ήταν κλεισμένοι στις φυλακές. Άμα πεθάνω, είπε, θα πράττετε, όπως σας τα λέω αυτή την στιγμή. Και για τα άλλα θέματα, θα κάνετε αυτά κι αυτά. Εσύ αυτό, εκείνος το άλλο. Τους πέθανε τους ανθρώπους στις διαταγές, ο μισοπεθαμένος. Και μετά… μετά, ζήτησε να πιει… αγιασμό!
Πώς του ’ρθε ο αγιασμός, με λέτε;
Μέσα σε κάνα δυο ώρες, φάνηκε κι ο αγιασμός και μάλιστα από την Θεομήτορα των Οδηγών, της Πόλης, Θεέ μ’, σχώρα με! Μια Φράγκα της συνοδείας της ξανθιάς, φρόντισε να έλθει ο αγιασμός καβάλα πάνω σε αστραπή!
Καλέ, ψέματα, του λέγανε!
Πώς είναι δυνατόν, να έλθει αγιασμός από την Πόλη σε δυο ώρες; Τέλος πάντων. Ήταν δυνατόν! Ράντισαν το κεφάλι του με τον αγιασμό της Φράγκας και πριν λαλήσει ο κόκορας για πρωινό, νεκραναστήθηκε ο Ανδρόνικος κι έζησε κι άλλα χρόνια.
Κι εμένα;
Μια Διμοτειανή άγνωστη νοσοκόμα, που έδωσα συνέχεια σ’ ολόκληρο αυτοκράτορα και σε μια αυτοκρατορία, ποια “Ιστορία” να κάτσει και να ασχοληθεί μαζί μου, να πει την όλη αλήθεια, βρε αδελφέ;
Καμία!
Και όχι τίποτες άλλο, αλλά ήταν η πρώτη μου φορά που ξόδεψα ένα μπουκάλι αγιασμό και ένα φλουρί δεν αξιώθηκα, για τον κόπο μου, να πάρω.
Α! Παρά λίγο και θα το ξέχναγα.
Τα λόγια του Καλόγερου, για την ποδάγρα, κάνουν και για το κρύωμα, υπό τινας συνθήκας.
(Από την ασθένεια του Ανδρόνικου Γ´ Παλαιολόγου,
του Νεότερου, στο Διδυμότειχο)
ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ γεννήθηκε το 1944 στη Χαλκίδα, αλλά κατάγεται από την Αλεξανδρούπολη.
Αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, (τάξεως 1967), ως Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού. Υπηρέτησε σε Μονάδες και Επιτελεία σε όλη την Ελλάδα. Απόφοιτος επίσης της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου.
Μετά την αποστρατεία του εργάστηκε ως Γενικός Διευθυντής του Γκολφ της Γλυφάδας (1989-1999) και ως Διευθυντής λειτουργίας και οικονομικής εκμετάλλευσης περιβαλλοντικών έργων θυγατρικών εταιρειών του Ομίλου της Τεχνοδομικής σε Ελλάδα και Κύπρο, (1999-2008). Γνωρίζει Αγγλικά και Τούρκικα. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών.
ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ
«ΟΔΟΣ ΑΙΝΟΥ», 2004, εκδόσεις Διδότου,
«ΑΙΝΙΤΙΚΑ ΑΝΕΙΠΩΤΑ», 2006, εκδόσεις Ερωδιός,
«ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ», 2012, εκδόσεις Ωκεανίδα,
«ΠΕΤΡΙΝΕΣ ΘΕΕΣ», 2015 εκδόσεις Όστρια.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΥΛΛΑΣ
Έτος έκδοσης: 2023
ISBN:978-960-438 094 -7
Σελίδες: 265
Τιμή: €16,96