Από τη Σμύρνη, τη Σύρο, την Αθήνα, περνάει η ιστορία μιας οικογένειας. Μια ιστορία, γραμμένη στο ημερολόγιο μιας γυναίκας. Είναι της γιαγιάς που το παραδίδει στην εγγονή της.
«Πρώτα θέλω να το διαβάσεις εσύ», της λέει «και ύστερα δώσ’ το και στους άλλους».
Η νεαρή κοπέλα, διαβάζοντας το, βυθίζει τον νου και την καρδιά της, στις πυκνογραμμένες σελίδες του.
Τότε, βλέπει πως είναι και η ίδια ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας και καταλαβαίνει πόσο ένα βαθύ τραύμα μπορεί να παγώσει μια ψυχή και να σκοτεινιάσει μια ζωή, αλλά και να τη δυναμώσει.
Όμως, δεν γνωρίζει, ότι καιροφυλακτεί αυτός, που με τη δύναμη του, σαν στρόβιλος, μπορεί να αλλάξει τα πάντα, αυτός, που λειτουργεί ως καταλύτης. Ο έρωτας. Που κι αν ακόμα δεν της διώχνει τις μνήμες, μπορεί μέσα από αυτές, να δημιουργήσει τη δίψα για μια καινούργια ζωή.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«Πηγαίναμε τακτικά στης Χρύσας. Καθόμασταν παρέα και προσπαθούσαμε να εμψυχώσουμε η μία την άλλη. Η Κλειώ άρχισε πάλι να πετάγεται τις νύχτες στον ύπνο της. Ένας κόμπος τής έπνιγε το λαιμό και έβλεπε φοβερούς εφιάλτες. Πότε πως φωτιές έζωναν το σπίτι μας, πότε πως έκανε να τρέξει και κολλούσαν τα πόδια της στη γη, ενώ ξοπίσω της έρχονταν κάτι κουρελήδες άγριοι με γιαταγάνια. Τότε ξυπνούσε καταϊδρωμένη. Κάποια νύχτα πετάχτηκε με φωνές. Δεν έβγαζα λέξη, αλλά έτρεξα κοντά της. Την πήρα όπως παλιά στην αγκαλιά μου. Σαν να ήταν μικρό παιδάκι.
Η Κλειώ έτρεμε ολόκληρη. Ύστερα, σιγά σιγά καταλάγιασε. Όμως εκείνη τη νύχτα, όπως και όλες τις επόμενες, ο ύπνος μας ήταν πια πολύ δύσκολος. Παραμέναμε ξάγρυπνοι ως το ξημέρωμα.
Ανησυχούσα. Στενοχωριόμουν πολύ για τον Κωστή, για την Κλειώ, για όλους. «Τόσος πόνος πάλι. Τόσο αίμα!» έλεγα στα παιδιά μου. Πήγαινα σχεδόν καθημερινά στης Χρύσας και έμενα και τις νύχτες. Είχαν ανάγκη από συντροφιά, από ανθρώπους δικούς τους αυτούς τους ατέλειωτους μήνες. Το γραφείο του Πέτρου είχε κλείσει. Ποιος νοιαζόταν τέτοιες εποχές για δικηγορικές δουλειές; Οι μέρες περνούσαν. Κανένας δεν τις μετρούσε. Ο χρόνος, πάλι, είχε χάσει την αξία του. Τα λεπτά φαίνονταν ώρες και οι ώρες μέρες, μήνες, χρόνια. Οι άνθρωποι γερνούσαν μέσα σε λίγα λεπτά. Εκείνο το πρωί, καθώς η Άσπα είχε βγει με τον γιο της, συναντηθήκαμε έξω από την πόρτα του σπιτιού μου, καθώς έβγαινα και περνούσε από κει. Είδαμε στο δρόμο τον πατέρα της να επιστρέφει σπίτι. Είχε πάει πάλι, για να ρωτήσει για το παιδί του.
«Κανένα νέο», είπε της Άσπας. «Κανένα νέο, κόρη μου».
Ο Δημητρός Στέργης ήταν λεβεντάνθρωπος. Τώρα είχε κυρτώσει. Τον κοίταζα. Πικρά δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μου. Προσπάθησα να μην τα φανερώσω, φορώντας τα γυαλιά μου.
«Έλα, πατέρα» του είπε η Άσπα, «έλα να πάμε λίγο όλοι μαζί με το παιδί μια βόλτα». Ο Δημητρός δεν έφερε αντίρρηση. Δεν μπορούσε να γυρίσει ξανά σπίτι του και να πει στη Χρύσα, για άλλη μία φορά, πως γύρισε άπραγος.
Η Χρύσα είχε μείνει σπίτι. Έβραζε στο τσουκάλι λίγη φακή. Η πείνα και η ανέχεια είχαν πέσει άγριες. Τότε, χτύπησε η πόρτα με ένα δυνατό βαρύ χτύπημα, σαν κάποιος να την κοπανούσε με τις γροθιές του. Η Χρύσα πήγε να ανοίξει, κάπως τρομαγμένη. Είδε έναν βρόμικο, ξυπόλητο και κοκαλιάρη ζητιάνο με μια σιχαμερή γενειάδα. Η οσμή της απλυσιάς τής χτύπησε τη μύτη. Τότε, του είπε με λύπηση, ξεχνώντας τον δικό της πόνο:
«Δεν έχω τίποτε να σου δώσω, δυστυχισμένε. Μόνο λίγη μπομπότα και φακή».
Ο ζητιάνος τότε έσπρωξε την πόρτα και έκανε να μπει.
Η Χρύσα τον κοίταξε κατάματα έτοιμη να φωνάξει κι αμέσως μετά έβγαλε φωνή μεγάλη:
«Παιδί μου!»
Το νέο έκανε το γύρο. Είχε γυρίσει ο γιος τους ζωντανός. Με τα πόδια από τη Μακεδονία. Το βράδυ έγινε στο σπίτι του Στέργη μεγάλη σύναξη. Ο Δημητρός προμηθεύτηκε και κρασί. Και, όπως απαγορευόταν η κυκλοφορία, κάθισαν όλοι μέχρι το ξημέρωμα.
Ο Κωστής μάς είπε πολλά. Για ώρες και μέρες σκληρές κι αδυσώπητες».ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Η ΕΛΕΝΗ ΣΤ. ΑΝΔΡΕΟΥ γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Μικρασιάτες.
Σπούδασε Νομικά στην Νομική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Γαλλική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Εργάστηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα και ως συμβολαιογράφος στον Πειραιά. Διηγήματα της έχουν δημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό “Νέα Εστία”.
Έργα της ίδιας:
- Το άνθος της ροδιάς, Εκδόσεις Δωδώνη 1994Στην ελπίδα, Εκδόσεις Δωδώνη 1997
- Το Πέρασμα, Εκδόσεις Βασιλείου 2006, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2017
- Η παράξενη πόλη, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2015
- Γράμματα στον Άνεμο, Εκδόσεις Περίπλους 2022
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΕΛΕΝΗ ΣΤ. ΑΝΔΡΕΟΥ
Έτος έκδοσης: 2023
ISBN:978-960-438 086 -2
Σελίδες: 216
Τιμή: €16,96
23 Σεπτεμβρίου 2023
#1
Θεωρώ ότι είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία της και Ανδρέου. Αληθινά ιστορικά γεγονότα που γεμίζουν την ψυχή μας υπερηφάνεια που είμαστε Έλληνες και κυρίως για όλους αυτούς που ξεριζωθηκαν από την Μικρά Ασία. Συγχαρητήρια και πάλι για την συγγραφέα.