Ο Γιώργος Κομετζής, ο Γιωργής, κρατούμενος των Γερμανών, μεταφέρεται στα στρατόπεδα της Γερμανίας, όπου βιώνει την Ναζιστική θηριωδία και την ανθρώπινη κτηνωδία.
Μοναδικός στόχος η επιβίωση.
Ο Μιχάλης Αντωνίου, ο Φοιτητής, αντάρτης στα βουνά της Μακεδονίας, αγωνίζεται για την λευτεριά της πατρίδας του. Ζει το όνειρό του, το οποίο θολώνει πολλές φορές, από εξελίξεις, καταστάσεις και συμπεριφορές, έξω απ’ τα δικά του μέτρα, σκέψεις και επιθυμίες.
Οι δυο φίλοι, μέσα από διαφορετικά βιώματα, καταλαβαίνουν πολύ καλά, ότι ο δρόμος για την λύτρωση είναι δύσκολος, απρόβλεπτος, επικίνδυνος, αβέβαιος. Ερωτήματα προκύπτουν και αμφιβολίες παρουσιάζονται. Συνεχίζουν τον αγώνα και την προσπάθεια, ακόμα και όταν ξέρουν, ότι το τέλος δεν θα είναι αυτό που θέλουν.
Σκέφτονται και επιθυμούν μια αντάμωση σε άλλες συνθήκες.
Νιώθουν, ότι μέρα με την μέρα οι πιθανότητες λιγοστεύουν!
Σφίγγουν τα δόντια και δυναμώνουν το μέσα τους. Το κορμί, πολλές φορές γονατίζει, αλλά παίρνει κουράγιο και ξανασηκώνεται, όσο η ψυχή παραμένει όρθια και δυνατή, όσο η ζωή συνεχίζεται…..
Τελικά μαθαίνουν: Σημασία δεν έχει πότε και πώς θα πεθάνεις. Ούτε πόσο θα ζήσεις.
Σημασία έχει πώς θα ζήσεις!
Το βιβλίο, μέσα από τις σκέψεις και τα λόγια των ηρώων, βάζει προβληματισμούς και προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που υπήρχαν τότε και παραμένουν και σήμερα.
Ποιοι, προσπαθώντας να σκεπάσουν τα λάθη τους, θολώνουν την εικόνα και τα γεγονότα;
Ποιοι, προσπαθώντας να μικρύνουν το μεγαλείο της αντίστασης, των λαών και των ανθρώπων, διογκώνουν τα λάθη των αντιπάλων τους;
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Δευτέρα, 11 του Οκτώβρη. Έφθασε η κρίσιμη μέρα, που θα άλλαζε η ζωή του Γιωργή. Μετά την διαβεβαίωση του Λαδά, ότι θα έβλεπε και θα μιλούσε τους δικούς του, την περίμενε με λαχτάρα. Ο καιρός χάλασε. Ο ουρανός γεμάτος γκρίζα σύννεφα και ο Βαρδάρης τσουχτερός! Μετά τις εννιά άρχισε το ψιλόβροχο, και στις δέκα, κοντά στα άλλα χτύπησε και συναγερμός. Τα αντιαεροπορικά άρχισαν να ρίχνουν! Ευτυχώς σταμάτησαν γρήγορα. Ο φύλακας Παπαδημητρίου πέρασε απ’ το αναρρωτήριο.
– Όλα καλά; ρώτησε τον Γιωργή. Λίγες κουβέντες, μετρημένες.
– Όλα εντάξει κύριε Παπαδημητρίου, απάντησε ο Γιωργής. Τον συμπαθούσε τον φύλακα. Μπορεί να ήταν ολιγόλογος αλλά το ενδιαφέρον του φαίνονταν πραγματικό.
Το μεσημέρι η μακαρονάδα τους ζέστανε λίγο, αλλά ο καιρός χειροτέρεψε. Έπεσε στο κρεβάτι να κοιμηθεί καμιά ώρα. Η υπερένταση δεν τον άφησε να κλείσει ούτε βλέφαρο. Σηκώθηκε και χάζευε από το παράθυρο τη βροχή που είχε δυναμώσει. Κατά τις πέντε οι πόρτες του στρατοπέδου Παύλου Μελά, άνοιξαν. Πέρασε μέσα στο προαύλιο, γερμανικό μικρό αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Χέγκελ και πίσω του φορτηγό κλειστό. Ο Χέγκελ πήδησε από τη θέση του οδηγού και έτρεξε προς τα γραφεία της Διοίκησης. Ο Λοχίας με τα γυαλιά που καθόταν στη θέση του συνοδηγού κατέβηκε και ανέβασε στο κεφάλι του την κουκούλα, από το αδιάβροχο που φορούσε. Έδωσε κοφτές διαταγές σε δυο Γερμανούς στρατιώτες, που πήδηξαν από την καρότσα του φορτηγού.
– Έφτασε η καινούργια παρτίδα, μονολόγησε ο Γιωργής.
Κατέβασαν από το φορτηγό καμιά δεκαριά συλληφθέντες και τους οδήγησαν στα γραφεία των ανακρίσεων. Σίγουρα ήταν οι Μυτιληνιοί, άρχιζε η διαδικασία του εγκλεισμού τους! Μέχρι το βραδινό, που το μοιράσανε στους θαλάμους λόγω βροχής, τα πάντα είχαν τελειώσει.
Ο Λοχίας με τους δυο Γερμανούς στρατιώτες βγήκαν από το κτήριο των ανακρίσεων, ανέβηκαν στο φορτηγό και φύγανε. Τους κρατούμενους πλέον, τους παρέλαβαν οι φύλακες και τους οδήγησαν στους θαλάμους. Ο Χέγκελ δεν είχε φανεί πουθενά.
Τελείωνε το φαγητό του ο Γιωργής, όταν ο Κουσκουβέλης μπήκε στον Θάλαμο.
– Σήκω, πας για ανάκριση!
– Να αλλάξω; Ρώτησε ο Γιωργής.
– Ναι, βάλε το κουστούμι σου! Ο Κουσκουβέλης του έδειξε το χρυσό δόντι του, ήταν το χαμόγελό του. Ο Χέγκελ σε ζητάει για ανάκριση, να του πω να σε περιμένει μισή ώρα, τι λες;
Τον ακολούθησε χωρίς άλλη κουβέντα. Ο φύλακας τον οδήγησε στο ανακριτικό γραφείο, τον έβαλε μέσα και έκλεισε την πόρτα. Ο Γιωργής κάθισε στην γνωστή καρέκλα. Σε λίγο άκουσε συζήτηση στο διάδρομο, η φωνή του Χέγκελ ανέβηκε έναν τόνο.
– Κύριε Γλάστρα, αν ήθελα διερμηνέα, θα σας το είχα ζητήσει!
Ο Χέγκελ άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Χωρίς χαιρετούρες και διατυπώσεις κάθισε στο γραφείο, άνοιξε τον φάκελλο που κρατούσε στα χέρια του και μίλησε χαμηλόφωνα. Εξήγησε στον Γιωργή ότι όλα είναι έτοιμα, όπως τα έχουν συμφωνήσει. Το θέμα της ανάκρισης μπήκε εμβόλιμα για να περάσει η ώρα, γιατί οι κρατούμενοι από την Μυτιλήνη ήρθαν νωρίτερα απ’ ότι τους περίμενε. Κοίταξε το ρολόι του.
– Ο κύριος Λαδάς θα με πάρει σε μισή ώρα, είπε στον Γιωργή. Τώρα που θα σ’ αφήσω, θα πας στον θάλαμό σου και θα περιμένεις σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Όταν σε ειδοποιήσουν για μεταγωγή, θα ετοιμαστείς και θα σε φέρουν στην Διοίκηση για να σε παραλάβω. Θέλεις να ρωτήσεις κάτι;
Ο Γιωργής είχε χιλιάδες ερωτήσεις, ξεστόμισε την πρώτη που ήρθε στα χίλια του.
– Γιατί με βοηθάτε τόσο πολύ κύριε Χέγκελ;
Ο Γερμανός έκανε ένα γύρο με το βλέμμα του στο δωμάτιο, σαν να του έλεγε ότι δεν τον εμπνέει το περιβάλλον και του είπε ότι αυτά θα τα κουβεντιάσουν στην διαδρομή, για να περνάει και η ώρα.
– Οι γονείς μου έχουν ειδοποιηθεί; Έκανε την δεύτερη ερώτηση.
– Ναι.
Ο Χέγκελ σηκώθηκε και έκλεισε τον φάκελό του, δεν του άφησε περιθώρια για παραπέρα συζήτηση.
Στο γραφείο της Διοίκησης ο Χέγκελ στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα απέναντι από τον Γλάστρα. Τον ρώτησε αν μπορεί να έχει τον αριθμό των κρατουμένων των φυλακών που βρίσκονταν υπό την ευθύνη της GFP, και πόσοι από αυτούς έχουν ποινές από στρατοδικεία.
Ο Γλάστρας τσακίστηκε να τον εξυπηρετήσει. Σηκώθηκε μάλιστα από τη θέση του και τον ρώτησε αν θέλει να καθίσει πίσω από το γραφείο, για να είναι περισσότερο άνετα.
– Όχι μια χαρά είμαι!
– Τουλάχιστον να σας προσφέρουμε κάτι;
– Να σας πω, με τέτοιον καιρό ένα ζεστό τσάι θα το έπινα. Αν έχετε να βάλετε και δυο τρεις σταγόνες κονιάκ, ακόμα καλύτερα!
Το μάτι του Γλάστρα γυάλισε. Ήταν σίγουρος ότι με το τσάι και το κονιάκ, θα εύρισκε ευκαιρία να βγάλει καμιά άκρη για τον Κρυφό.
– Ωραία θα πιω και εγώ ένα, καλά που το σκεφτήκατε, είπε στον Γερμανό.
Είχαν σχεδόν τελειώσει το τσάι τους αλλά ο Χέγκελ δεν του έδωσε τη δυνατότητα για ερωτήσεις. Είχε πάρει τις καταστάσεις που ζήτησε και κρατούσε τη συζήτηση σε καθαρά υπηρεσιακά θέματα. Το τηλέφωνο χτύπησε. Το σήκωσε ο Γλάστρας, άκουσε τη φωνή στο ακουστικό και συνοφρυώθηκε. Σκληρή, Γερμανική, αυταρχική, απότομη!
– Ο κύριος Χέγκελ είναι εκεί, μου τον δίνεται σας παρακαλώ;
Ψιθύρισε ένα παρακαλώ και έδωσε το ακουστικό στον Χέγκελ. Διάβασε την γλώσσα του κορμιού του Γερμανού και κατάλαβε ότι μιλούσε σε ανώτερό του! Ο Χέγκελ άκουσε με προσοχή και απάντησε.
– Κύριε Διοικητά εμείς έχουμε τελειώσει μαζί του, πριν από λίγο μάλιστα έκλεισα τον φάκελό του. Σταμάτησε για λίγο, γιατί μιλούσε ο άλλος και συνέχισε. Μπορώ να σας προτείνω κάτι άλλο. Τον παίρνω εγώ μαζί μου και αύριο τον παραλαμβάνετε από μας! Άκουσε για λίγο και έκλεισε την συζήτηση. Κανένας κόπος, ευχαρίστησή μου.
Κατέβασε το ακουστικό.
– Κύριε Γλάστρα να ετοιμαστεί ο Κρυφός για μεταγωγή!
Ο Γλάστρας παρ’ όλο που κάτι είχε καταλάβει, έκανε ώρα να συνέλθει.
– Α, μας παίρνετε τον Κρυφό, για που με το καλό;
– Εδώ κοντά!
Τον Γλάστρα τον ήρθε να φάει τα μανίκια του, κοντά! Κοντά είναι όλη η Θεσσαλονίκη και έχει δέκα φυλακές, κοντά είναι η Ελλάδα και έχει εκατό. Κοντά είναι και η Γερμανία και έχει χίλια στρατόπεδα! Αν μπορούσε να πιάσει τον Γερμανό από τον λαιμό, θα τον έπνιγε!
ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:
Γεννήθηκε το 1947 στον Πολύγυρο Χαλκιδικής, όπου και συνεχίζει να ζει μέχρι σήμερα.
Ίσως αργά –έστω και αργά– αποφάσισε να «εκτεθεί» και να εκθέσει τις σκέψεις του, τους προβληματισμούς του και τα βιώματά του μέσα από την αφήγηση μιας πραγματικής ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Έτσι προέκυψε το μυθιστόρημα «Ο Χωροφύλακας, Βιβλίο Πρώτο», γιατί ενιαίο έβγαινε πολύ μεγάλο.
«Είδωμεν». Τουλάχιστον το βιογραφικό είναι σύντομο.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ
ΤΙΤΛΟΣ: Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ ΙΙ
ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ : 2023
ΣΕΛΙΔΕΣ: 424
ISBN: 978-960-438–260-6
ΤΙΜΗ: 21,20 €