ΑΠΟΚΤΗΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ 30% ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ:
Τον καιρό της γερμανικής κατοχής, ένας Έλληνας χωροφύλακας υπηρετεί ως φύλακας σε γερμανικές φυλακές της Θεσσαλονίκης. Είναι συνεργάτης των Γερμανών και υποστηρικτής του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Βρίσκεται σε συναισθηματικό και ανθρώπινο δίλημμα και τελικά απελευθερώνει φίλο του Έλληνα κρατούμενο.
Έτσι, από φίλος και έμπιστος των Γερμανών καταλήγει φυγάς και κυνηγημένος από τις δυνάμεις κατοχής. Ο φίλος του, από κρατούμενος και προγραμμένος για εκτέλεση, βρίσκεται αντάρτης του ΕΛΑΣ στα βουνά της Μακεδονίας.
Με λίγα τα «εγώ» και με πολλή αγάπη και σεβασμό στη ζωή, δύο φίλοι, νέοι άνθρωποι, πορεύονται παράλληλα στον χρόνο, αλλά σε διαφορετικές καταστάσεις, στα δύσκολα χρόνια της σκλαβωμένης Ελλάδας. Ψάχνοντας για μια άλλη αλήθεια, μαθαίνουν σιγά σιγά να προσέχουν περισσότερο και να μην αποδιώχνουν τις καινούργιες απόψεις που αμφισβητούν τις χθεσινές βεβαιότητες.
Με την περιγραφή και παρουσίαση των γεγονότων αναδεικνύονται καταστάσεις, ιστορικά στοιχεία και κοινωνικές και ανθρώπινες συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και επηρεάζουν τις μεταγενέστερες.
Ένα ψυχογραφικό, φιλοσοφικό, πολιτικοκοινωνικό κείμενο, με σημαντικό λαογραφικό υλικό και εναργείς περιγραφές της καθημερινής ζωής που συνδέονται με το υλικό αυτό.
Μυθιστόρημα που βλέπει μπροστά, από πλευράς ιδεολογίας και μυθοπλασίας, αλλά και από πλευράς κειμένου.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Τη σχέση του Γιωργή με τον Λαδά ποτέ δεν την είχε χωνέψει ο μπάρμπα Θανάσης.
Ήξερε ότι ο Λαδάς ήταν η αιτία που ο Γιωργής είχε αυτή τη φιλική διάθεση με τους Γερμανούς. Ήταν σαν δάσκαλός του.
Δεν τον χώνευε τον Λαδά! Αν μπορούσε και έβρισκε γωνιά να τον κρύβει, μωρέ θα τον έπνιγε με τα ίδια του τα χέρια! Κάτι πρέπει να είχαν αυτοί μεταξύ τους.
Παλιότερα, προτού πιάσει δουλειά ο Γιωργής, προδότη τον ανέβαζε προδότη τον κατέβαζε! Μετά που ο Γιωργής έπιασε δουλειά σταμάτησε.
Τα ήξερε ο Γιωργής όλα αυτά. Τα ήξερε και τα σκεφτόταν.
Πώς να πει τώρα τον Λαδά προδότη ο μπάρμπα Θανάσης; Θα ήταν σαν να έλεγε και τον γιό του. Αυτό ήταν που ήθελε να δει στα μάτια του ο Γιωργής! Γι’ αυτό ήθελε να επισκεφτεί τον πατέρα του. Να τον ρωτήσει. Κι’ αν δεν μπορούσε να τον ρωτήσει, να ψάξει. Να δει από το ύφος του αν περνούσε, αν δέχονταν ο πατέρας του, καμιά τρέλα από μέρους του!
Ξανάφερε την κουβέντα στο θέμα.
– Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, ο Μιχάλης την έχει πολύ δύσκολα. Οι Γερμανοί περιμένουν πώς και πώς να κάνουν τίποτα οι αντάρτες. Ψάχνουν αφορμή, έχουν καμιά δεκαριά για τον τοίχο!
– Και μες τους δέκα είναι και ο Μιχάλης;
– Απ’ τους πρώτους!
– Κρίμα ρε το παλικάρι. Λίγο τρελός αλλά μπεσαλής, και το έλεγε η καρδιά του!Ο τελευταίος λόγος του πατέρα του έβγαινε κομμάτι- κομμάτι, σαν κάτι να τον κόμπιαζε. Ξεφύσηξε! Στενάχωρα πράγματα!
Καλά και εκείνο το φίδι, ο Λαδάς, που έπρεπε να συμπαρασταθεί τον Μιχάλη, έχει μεγάλο χρέος, ξέρω εγώ, δεν κάνει τίποτα;
– Εδώ που τα λέμε, δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα.
Αλλά, όταν του είπα να πάω να μιλήσω στον Μιχάλη, με αποπήρε. Μου είπε ότι θα φάω το κεφάλι μου. Ούτε να πω ότι είμαστε απ’ το ίδιο χωριό. Ούτε σε ξέρει ούτε τον ξέρεις!
– Ούτε τον ξέρεις ε; Α ρε τον άτιμο τον άντρα να μην βαστάνε τα κότσια μου! Μωρέ μια χαρά βαστάνε, αλλά τι να κάνω;
– Εσύ εδώ πώς τα πας;
Δεν μπορούσε άλλο ο Γιωργής να κρατήσει την κουβέντα, και λίγο πολύ δεν χρειαζόταν. Καταλάβαινε ότι ο πατέρας του ήταν σε δύσκολη θέση.
Μπορεί να μην ήθελε να τον στεναχωρήσει, αλλά απ’ την άλλη μεριά, όταν ξεστομίζεις “να βαστούσαν τα κότσια μου,” άλλα σκέφτεσαι απ’ αυτά που λες στο παιδί σου, δήθεν να μην κάνει καμιά τρέλα!
Άλλο και τούτο πάλι να τον ξεσηκώνει ο ίδιος ο πατέρας του!
– Τα γίδια τα βλέπω γερά, πολύ καλή χρονιά φέτος.
– Καλή, καλή είναι, αλλά η περσινή ήταν καλύτερη, βαστάνε γερά από πέρσι. Πέρσι έκανα το καλύτερο τυρί!
Πάρε έναν τενεκέ να δώσεις σ’ αυτόν τον άχρηστο τον άντρα, τον Λαδά! Τι να κάνουμε, αφού είμαστε στην ανάγκη του, τον καλοπιάνουμε, θέλουμε δεν θέλουμε, μη γίνει τίποτα να έχουμε να ακουμπήσουμε.
Βέβαια δεν υποχρεώνεται αυτός. Τα γαϊδούρια δεν υποχρεώνονται! Τέλος πάντων.
– Κάτσε να γυρίσω λίγο τα γίδια, γιατί τα βλέπω κατηφορίζουνε κατά τις ελιές, είπε ο Γιωργής.
– Ναι σπάστα λιγάκι ν’ ανέβουνε το πλάι, να περπατήσουμε μέχρι την κορφή στο καραούλι να τα πούμε λίγο.
Έφυγε ο Γιωργής και γύρισε τα γίδια να μην φύγουνε προς το λαγκάδι και σπάσουνε.
Γυρίζοντας είπε στον πατέρα του ότι δεν έχει και πολύ χρόνο, γιατί οχτώ η ώρα πιάνει δουλειά και πρέπει να προλάβει το λεωφορείο στις τρεις.
– Ναι, ήθελα να σε ρωτήσω πως έτσι και μέρα. Μέρα δεν δουλεύεις εσύ;
– Α έχουμε νέα, είπε ο Γιωργής γελώντας.
Το ήθελα βέβαια και εγώ και είχα ζητήσει από τον Λαδά να μεσολαβήσει, να πιάσω βραδινός. Να πάω να μείνω στο συγκρότημα, να μην πληρώνω νοίκια. Είναι και πιο καλά το βράδυ, λιγότερες ώρες, δεν έχεις φασαρία, έχεις και τη μέρα ελεύθερη.
Ο Λαδάς λοιπόν τα κατάφερε και μου είπε το μαντάτο με χαρά, ότι πήρα προαγωγή, έγινα βραδινός!
Δεν κρατήθηκε ο μπάρμπα Θανάσης, αλλά δεν είπε και τίποτα. Φτου! Έφτυσε μονάχα κάτω, μπροστά στα πόδια του!
– Τι έγινε, πατέρα, γιατί φτύνεις;
– Όχι, ρε Γιωργή, τίποτα.
– Ε πώς τίποτα, αφού έφτυσες. Δεν ήταν φτύσιμο γιατί σ’ έπνιξε το σάλιο!
Τσίτωσε ο Γιωργής.
– Δεν έφτυσα για σένα, Γιωργή! Δεν έφτυσα για σένα παιδί μου.
Για τους καιρούς που μας παιδεύουν έφτυσα! Που χάνουμε τα πατήματα. Που δεν ξέρουμε τι είναι σωστό και τίμιο, τι είναι άτιμο και σάπιο! Δεν μ’ άρεσε η προαγωγή! Μπορεί να περνάς καλύτερα αλλά την ίδια δουλειά δεν κάνεις; Τι μέρα, τι νύχτα! Έχουμε ανάγκη βέβαια και να μην περνούν τίποτα τρελές ιδέες απ’ το μυαλό σου!
Ξαναβγήκε μπροστά η φροντίδα και η αγάπη του πατέρα για το παιδί.
-Άσε με εμένα, εμένα πέρασαν τα χρόνια μου, τα λέω εδώ με τα γίδια, καμιά φορά κουβεντιάζω και με τα σκυλιά!
Δεν ξέρω πώς μου φαίνεται, αλλά όποτε πω τίποτα για τους Γερμανούς, καλό η κακό, ο Βελούρης σηκώνει τρίχα, αγριεύει! Έχει μυαλό αυτό το σκυλί!
– Εμένα με είδε με καλό μάτι!
– Χα χα χα! Δεν ξέρει φαίνεται τα νταλαβέρια σου!
Είπε ο μπάρμπα Θανάσης και γέλασε με εκείνο το γλυκό μοναδικό του χαμόγελο.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:
Γεννήθηκε το 1947 στον Πολύγυρο Χαλκιδικής, όπου και συνεχίζει να ζει μέχρι σήμερα.
Ίσως αργά –έστω και αργά– αποφάσισε να «εκτεθεί» και να εκθέσει τις σκέψεις του, τους προβληματισμούς του και τα βιώματά του μέσα από την αφήγηση μιας πραγματικής ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Έτσι προέκυψε το μυθιστόρημα «Ο Χωροφύλακας, Βιβλίο Πρώτο», γιατί ενιαίο έβγαινε πολύ μεγάλο.
«Είδωμεν». Τουλάχιστον το βιογραφικό είναι σύντομο.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ
Έτος έκδοσης: 2019
ISBN: ΙSBN (SET) 978-960-438-224-8
ΙSBN (ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ) 978-960-438-225-5
Σελίδες: 596,
Τιμή: € 21,73
20 Οκτωβρίου 2019
#1
Γνωρίζοντας τον Δημήτρη (Γκούφη), τις δυνατότητές του και την επιμονή του για το τέλειο είμαι βέβαιος ότι το βιβλίο του θα “ταξιδέψει” και οι αναγνώστες του θα μείνουν απόλυτα ικανοποιημένοι!
Εύχομαι κάθε επιτυχία !
28 Οκτωβρίου 2020
#2
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ!
ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΊΑ ΠΟΥ ΚΑΘΗΛΩΝΕΙ
Γερμανική κατοχή στη Θεσσαλονίκη. Ένας Έλληνας χωροφύλακας, ο οποίος υπηρετεί στη φυλακή της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, στο επιταγμένο κτίριο της ψυχιατρικής κλινικής Βαγιάνου, στην περιοχή της Αναλήψεως, έρχεται αντιμέτωπος μ’ ένα δίλημμα ζωής…
Συγχωριανός του από τον Πολύγυρο Χαλκιδικής οδηγείται στις φυλακές και κινδυνεύει με εκτέλεση. Η μάνα του φυλακισμένου τον επισκέπτεται σπίτι του στη Θεσσαλονίκη και πέφτει στα πόδια του για να βοηθήσει τον γιο της. Η πίστη του στον εθνικοσοσιαλισμό αρχίζει να κλονίζεται και προτάσσοντας το συναίσθημα, τον απελευθερώνει και γίνεται και ο ίδιος φυγάς.
Το 1978, ο πρώην πλέον χωροφύλακας, ο Γιωργής, διηγείται την ιστορία της ζωής του σ’ ένα καφενείο της Γερακινής όπου συχνάζει, στον συγχωριανό του Δημήτρη Βασιλάκη, ο οποίος «ρουφά» και αποτυπώνει κάθε της λεπτομέρεια. Μερικές δεκαετίες αργότερα κι έπειτα από έρευνα επαλήθευσης των βιωματικών στοιχείων, ο 73χρονος Δημήτρης Βασιλάκης, κάνει την πραγματική αυτή ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μυθιστόρημα με τίτλο «Ο Χωροφύλακας, Βιβλίο Πρώτο» (εκδόσεις Περίπλους), διανθίζοντάς το με μυθοπλαστικά αλλά και ιστορικά στοιχεία.
«Ο Γιωργής μου διηγήθηκε όλη την ιστορία της ζωής του και όταν αποφάσισα μετά από χρόνια να την κάνω βιβλίο, έκανα μια μεγάλη έρευνα για να επαληθεύσω τα στοιχεία. Έψαξα τα κιτάπια της χωροφυλακής και βρήκα ότι πράγματι υπηρετούσε εκεί από το 1939 έως το 1943 και ένα διάστημα ήταν στο “τρελάδικο”, κυριολεκτικά και μεταφορικά, των γερμανικών φυλακών της Αναλήψεως», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βασιλάκης.
Ο Γιωργής- δεν χρησιμοποίησε τα πραγματικά του στοιχεία στο βιβλίο- τού ανέφερε ότι λύγισε από τα παρακάλια της μάνας του συγχωριανού του «Μιχάλη» και υπηρετώντας ως φύλακας των γερμανικών φυλακών, πήγε και ξεκλείδωσε την πόρτα στο κελί του για να μπορέσει να δραπετεύσει.
«Ο Μιχάλης, όπως τον ονόμασα στο βιβλίο μου, αφού δραπέτευσε, έφυγε στα βουνά της Μακεδονίας και έγινε αντάρτης του ΕΛΑΣ, ενώ ο Γιωργής έφτασε μέχρι το Ζαγκλιβέρι, όπου βρήκε δουλειά ως τσομπάνης και κρύφτηκε στα ορεινά. Ο Μιχάλης πέθανε αργότερα, κάτι που δεν αναφέρω στο βιβλίο μου γιατί συνεχίζω την αφήγηση και τον “συνδέω” με τον Καπετάν Πέτρο -τον Καλανδρινό δάσκαλο Χριστόδουλο Μόσχο- με στόχο να αναδείξω την ιστορία του ως η ψυχή του αντάρτικου στη Μακεδονία.
Ο Γιωργής όντως δούλεψε ως τσομπάνης στο Ζαγκλιβέρι αλλά …ξεθάρρεψε μετά από μερικούς μήνες, πήγε σε ένα πανηγύρι και εκεί τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και τον έστειλαν στο στρατόπεδο “Παύλος Μελάς”. Από ‘κει, ο Γιωργής, μεταφέρθηκε στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία και βίωσε μια άλλη σκληρή πραγματικότητα που θα εκτυλιχτεί, όπως λέει ο κ. Βασιλάκης, στο δεύτερο βιβλίο που ετοιμάζει.
Όσο για τον λόγο που αποφάσισε ο Γιωργής να απελευθερώσει τον Μιχάλη και να γίνει και ο ίδιος καταζητούμενος, ο κ. Βασιλάκης τονίζει πως, όπως του εκμυστηρεύθηκε, «το έκανε γιατί λύγισε από τα παρακάλια της μάνας…».
Στο βιβλίο, η αφήγηση για τις περιπέτειες των δύο ηρώων εξελίσσεται παράλληλα, και ο συγγραφέας μεταφέρει τον αναγνώστη από τα μαντριά για τον έναν, στα αντάρτικα λημέρια για τον άλλον. Μάλιστα, η περιγραφή της κτηνοτροφικής ζωής είναι τόσο λεπτομερής και εύγλωττη που προσφέρει σημαντικά λαογραφικά στοιχεία που αφορούν στη διάλεκτο και τις συνήθειες των τσομπάνηδων.
«Οι εικόνες των προσώπων της κτηνοτροφικής ζωής, είτε αυτοί είναι τσελιγκάδες, είτε τσομπάνηδες, είναι ξεχωριστές. Γνωρίζω από κτηνοτροφική ζωή, όπως άλλωστε και ο Γιωργής, αφού προέρχομαι από γεωργοκτηνοτροφική οικογένεια και είχα δουλέψει στο χωριό μου ως τσομπανάκος», σημειώνει ο κ. Βασιλάκης, ο οποίος συμπεριέλαβε στο βιβλίο του ένα δεκασέλιδο γλωσσάρι των κτηνοτροφικών όρων που χρησιμοποιεί.
https://www.newsit.gr/topikes-eidhseis/thessaloniki-apodrasi-apo-tis-fylakes-meta-ta-parakalia-tis-manas-i-agnosti-istoria-pou-kathilonei/3129908/
28 Οκτωβρίου 2020
#3
ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ
Γερμανική κατοχή στη Θεσσαλονίκη. Ένας Έλληνας χωροφύλακας, ο οποίος υπηρετεί στη φυλακή της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, στο επιταγμένο κτίριο της ψυχιατρικής κλινικής Βαγιάνου, στην περιοχή της Αναλήψεως, έρχεται αντιμέτωπος μ’ ένα δίλημμα ζωής: συγχωριανός του από τον Πολύγυρο Χαλκιδικής οδηγείται στις φυλακές και κινδυνεύει με εκτέλεση. Η μάνα του φυλακισμένου τον επισκέπτεται σπίτι του στη Θεσσαλονίκη και πέφτει στα πόδια του για να βοηθήσει τον γιο της. Η πίστη του στον εθνικοσοσιαλισμό αρχίζει να κλονίζεται και προτάσσοντας το συναίσθημα, τον απελευθερώνει και γίνεται και ο ίδιος φυγάς.
Το 1978, ο πρώην πλέον χωροφύλακας, ο Γιωργής, διηγείται την ιστορία της ζωής του σ’ ένα καφενείο της Γερακινής όπου συχνάζει, στον συγχωριανό του Δημήτρη Βασιλάκη, ο οποίος «ρουφά» και αποτυπώνει κάθε της λεπτομέρεια. Μερικές δεκαετίες αργότερα κι έπειτα από έρευνα επαλήθευσης των βιωματικών στοιχείων, ο 73χρονος Δημήτρης Βασιλάκης, κάνει την πραγματική αυτή ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μυθιστόρημα με τίτλο «Ο Χωροφύλακας, Βιβλίο Πρώτο» (εκδόσεις Περίπλους), διανθίζοντάς το με μυθοπλαστικά αλλά και ιστορικά στοιχεία.
«Ο Γιωργής μου διηγήθηκε όλη την ιστορία της ζωής του και όταν αποφάσισα μετά από χρόνια να την κάνω βιβλίο, έκανα μια μεγάλη έρευνα για να επαληθεύσω τα στοιχεία. Έψαξα τα κιτάπια της χωροφυλακής και βρήκα ότι πράγματι υπηρετούσε εκεί από το 1939 έως το 1943 και ένα διάστημα ήταν στο “τρελάδικο”, κυριολεκτικά και μεταφορικά, των γερμανικών φυλακών της Αναλήψεως», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Βασιλάκης.
Ο Γιωργής- δεν χρησιμοποίησε τα πραγματικά του στοιχεία στο βιβλίο- τού ανέφερε ότι λύγισε από τα παρακάλια της μάνας του συγχωριανού του «Μιχάλη» και υπηρετώντας ως φύλακας των γερμανικών φυλακών, πήγε και ξεκλείδωσε την πόρτα στο κελί του για να μπορέσει να δραπετεύσει.
«Ο Μιχάλης, όπως τον ονόμασα στο βιβλίο μου, αφού δραπέτευσε, έφυγε στα βουνά της Μακεδονίας και έγινε αντάρτης του ΕΛΑΣ, ενώ ο Γιωργής έφτασε μέχρι το Ζαγκλιβέρι, όπου βρήκε δουλειά ως τσομπάνης και κρύφτηκε στα ορεινά. Ο Μιχάλης πέθανε αργότερα, κάτι που δεν αναφέρω στο βιβλίο μου γιατί συνεχίζω την αφήγηση και τον “συνδέω” με τον Καπετάν Πέτρο -τον Καλανδρινό δάσκαλο Χριστόδουλο Μόσχο- με στόχο να αναδείξω την ιστορία του ως η ψυχή του αντάρτικου στη Μακεδονία. Ο Γιωργής όντως δούλεψε ως τσομπάνης στο Ζαγκλιβέρι αλλά …ξεθάρρεψε μετά από μερικούς μήνες, πήγε σε ένα πανηγύρι και εκεί τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και τον έστειλαν στο στρατόπεδο “Παύλος Μελάς”. Από ‘κει, ο Γιωργής, μεταφέρθηκε στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία και βίωσε μια άλλη σκληρή πραγματικότητα που θα εκτυλιχτεί, όπως λέει ο κ. Βασιλάκης, στο δεύτερο βιβλίο που ετοιμάζει.
Όσο για τον λόγο που αποφάσισε ο Γιωργής να απελευθερώσει τον Μιχάλη και να γίνει και ο ίδιος καταζητούμενος, ο κ. Βασιλάκης τονίζει πως, όπως του εκμυστηρεύτηκε, «το έκανε γιατί λύγισε από τα παρακάλια της μάνας…».
Τα πισκίμια (κούρεμα ζώου με ιδιαίτερα τεχνικό τρόπο) και ο τρουβάς (τρίχινο ταγάρι)
Στο βιβλίο, η αφήγηση για τις περιπέτειες των δύο ηρώων εξελίσσεται παράλληλα, και ο συγγραφέας μεταφέρει τον αναγνώστη από τα μαντριά για τον έναν, στα αντάρτικα λημέρια για τον άλλον. Μάλιστα, η περιγραφή της κτηνοτροφικής ζωής είναι τόσο λεπτομερής και εύγλωττη που προσφέρει σημαντικά λαογραφικά στοιχεία που αφορούν στη διάλεκτο και τις συνήθειες των τσομπάνηδων.
«Οι εικόνες των προσώπων της κτηνοτροφικής ζωής, είτε αυτοί είναι τσελιγκάδες, είτε τσομπάνηδες, είναι ξεχωριστές. Γνωρίζω από κτηνοτροφική ζωή, όπως άλλωστε και ο Γιωργής, αφού προέρχομαι από γεωργοκτηνοτροφική οικογένεια και είχα δουλέψει στο χωριό μου ως τσομπανάκος», σημειώνει ο κ. Βασιλάκης, ο οποίος συμπεριέλαβε στο βιβλίο του ένα δεκασέλιδο γλωσσάρι των κτηνοτροφικών όρων που χρησιμοποιεί.
Ρεαλιστικά είναι και τα στοιχεία που απορρέουν από την αφήγηση του Γιωργή και περιλαμβάνουν την φυλάκισή του στο «Παύλου Μελά». «Μου διηγήθηκε τις συνθήκες μέσα στις φυλακές, τη γνωριμία του με τον Γλάστρα, ο οποίος ήταν αρχιφύλακας και χαφιές των Γερμανών και είχε παντρευτεί γυναίκα από τον Πολύγυρο και την γνωριμία του με τον πατέρα Διονύσιο, μετέπειτα Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γιωργής του εκμυστηρεύθηκε πώς «ό,τι έμαθε στο Παύλου Μελά, δεν το έμαθε σε όλη του τη ζωή, ενώ για τη φάση της ζωής του που υποστήριζε τον εθνικοσοσιαλισμό, απορούσε για το πώς “έφαγε τέτοιο παραμύθι”».
Ο Δημήτρης Βασιλάκης γεννήθηκε στον Πολύγυρο Χαλκιδικής, όπου και συνεχίζει να ζει μέχρι σήμερα. Εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος και ο «Χωροφύλακας» είναι το πρώτο του βιβλίο.
ΝΑΤΑΣΑ ΚΑΡΑΘΑΝΟΥ
19 Μαρτίου 2021
#4
ο χωροφυλακας …το βιβλιο αυτο… μας κανει να καταλαβουμε αυτο που ερχετε …ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ